Η ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1945-1950
α) Οι Βουλευτές
Η πρωτεύουσα της Θράκης Κομοτηνή έχει αρκετά μακρά ιστορία. Στο παρόν ιστολόγιο θα αναφερθούμε βασικά σε ιστοριοπολιτικά της περιόδου από την απελευθέρωσή της μετά την δεύτερη βουλγαρική κατοχή (1941-1944) μέχρι και την μεταπολίτευση. Αρχίζουμε από τις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946. Στις εκλογές αυτές ο νομός Ροδόπης, ο οποίος αποτελούσε τότε μία εκλογική περιφέρεια με την περιφέρεια Ξάνθης, εξέλεγε επτά (7) βουλευτές,βάσει δε της πληθυσμιακής αναλογίας της Ροδόπης και της Ξάνθης και των δυσμενών, τότε συγκοινωνιακών μέσων (ελάχιστα δρομολόγια λεωφορείων και τραίνων, ελάχιστα ταξί ανύπαρκτα Ι.Χ.Ε και μεγάλη δαπάνη για περιοδείες και στις δύο περιοχές), οι υποψήφιοι έπαιρναν το σύνολο σχεδόν των σταυρών προτίμησης από την περιφέρειά τους και ελάχιστους, συνήθως μη υπερβαίνοντας τον διπλό αριθμό από την άλλη περιφέρεια. Έτσι παρά το ενιαίο της εκλογικής περιφέρειας, στην ουσία εκλέγονταν τέσσερις (4) βουλευτές από την Ροδόπη και τρεις (3) από την Ξάνθη Στις εκλογές αυτές εκλέχθηκαν βουλευτές από μεν το τότε Λαϊκό κόμμα οι δικηγόροι Κομοτηνής Αντώνιος Παπαδήμος, ο οποίος στη συνέχεια χρημάτισε και Υπουργός Παιδείας, Σπύρος Σγουρόγλου ,που είχε εκλεγεί και το 1935 κι ο οποίος είχε πάρει τριψήφιο αριθμό σταυρών από την περιφέρεια Ξάνθης διότι στο χωριό Πολύσιτος της Ξάνθης διέμεναν συγγενείς της γυναίκας του, ο γιατρός Ξάνθης Χρήστος Κοψιδάς και ο δικηγόρος Θωμάς Διακουμόπουλος, ο ράφτης Φεχμή Οτμανλί και από το κόμμα Φιλελευθερων ο δικηγόρος Κομοτηνής Εμμανουήλ Μαρινάκις, ο οποίος μετέπειτα χρημάτισε δύο φορές Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, στις κυβερνήσεις Σοφούλη και Παπάγου και ο Οσμάν Ουστενέρ. Η Βουλή του 1946 διήρκεσε μέχρι τι 1950 κι έφερε το βάρος το εμφυλίου πολέμου. Από τους χριστιανούς βουλευτές από την Ροδόπη, ενόψει της υπουργοποίησης των δύο, όλο σχεδόν το βάρος του νομού έπεφτε στους ώμους του Σπύρου Σγουρόγλου, ο οποίος έμενε οικογενειακώς στην Κομοτηνή, όταν δεν ήταν στη Βουλή. Έτσι νοικιάζοντας ταξί, ο Σπύρος Σγουρόγλου, περιόδευε στα χωριά εμψυχώνοντας τους κατοίκους των οποίων το πρώτο και κύριο αίτημα ήταν η ασφάλεια από τους αντάρτες και η παρουσία ισχυρής στρατιωτικής δύναμης σ' αυτά, το οποίο, με τον αγώνα που διεξήγε τότε το κράτος, ήταν αρκετά δύσκολο. Παρά ταύτα, ο βουλευτής Σπύρος Σγουρόγλου, παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε πάσχοντας από αποφρακτική αρτηρίτιδα με κίνδυνο γάγγραινας στο δεξί του πόδι λόγω της μη αιματώσεώς του , κατάφερε να υπάρχουν στα μεγάλα χωριά στρατιωτικά αποσπάσματα αλλά και να δοθούν όπλα σε ικανό αριθμό χωρικών για αυτοπροστασία. Στο οικοδομικό τετράγωνο που ήταν το σπίτι στο οποίο με ενοίκιο έμενε, φρόντισε και οπλίστηκαν ο ίδιος και οι γείτονές του, οι οποίοι τις νύχτες περιπολούσαν κινούμενοι στις αυλές τους. Όμως, οι προσπάθειες ήταν πάρα πολύ δύσκολες,όταν δε είχαν φθάσει στο απροχώρητο, έπεισε και τους άλλους δύο βουλευτές να απειλήσουν ότι θα παραιτηθούν εάν δεν ενισχυθεί στρατιωτικά η περιοχή της Ροδόπης. Η κίνηση αυτή, που δημοσιεύθηκε και στον τύπο, είχε αποτελέσματα κι έτσι ο στρατός της περιοχής αναβαθμίσθηκε σε ταξιαρχία υπό τον ταξίαρχο Αγραφιώτη, ενώ παράλληλα ήρθαν και μικρά θωρακισμένα που παρέλασαν στην Κομοτηνή κι έτσι ανορθώθηκε το ηθικό των κατοίκων. Αυτό δεν του το συγχώρησαν οι αντάρτες κι έτσι ένα από τα πολλά βράδια που είχαν μπει στην Κομοτηνή πέταξαν στην αυλή του σπιτιού του μία εφημερίδα Ριζοσπάστη; που την απηύθυναν στον μοναρχοφασίστα βουλευτή Σγουρόγλου; με μια χειροβομβίδα που έσκασε, ευτυχώς χωρίς θύματα, γιατί ο ίδιος μεν περιπολών ένοπλος ήταν σε άλλο σημείο, η δε οικογένειά του ήταν στο υπόγειο διπλανού σπιτιού. Ο ίδιος ως ο μόνος βουλευτής που έμενε την περίοδο εκείνη οικογενειακώς στην Κομοτηνή, είχε το θλιβερό καθήκον να συνοδεύει στις κηδείες τις σορούς των στρατιωτών της περιοχής που είχαν σκοτωθεί .Εκείνο δε που τον απασχολούσε ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αυτές ήταν το ότι δεν προβλεπόταν καμιά βοήθεια για τις οικογένειες των θυμάτων. Έτσι και με αφορμή το θυμίαμα που είχαν βάλει και έκαιγε στην κεντική πλατεία της Κομοτηνής επάνω σε τρίποδα εντός στρατιωτικού κράνους που στηριζόταν σε τρία όπλα , έγραψε ένα άρθρο σε τοπική εφημερίδα με τίτλο <<Προς τι ο λιβανωτός>> στο οποίο στιγμάτιζε την έλλειψη πρόνοιας για τις οικογένειες των θυμάτων και ε πρότεινε μέτρα τόσο προσωρινής όσο και οριστικής ενίσχυσής τους. Ο Σπύρος Σγουρόγλου, συμμετέσχε στην ελληνική αντιπροσωπεία στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. που συνήλθε το 1948 στο Παρίσι, όπου κι έκανε εγχείριση για την αποφυγή της γάγγραινας στο πόδι του, Εκ πεποιθήσεως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αιτήματα ψηφοφόρων που δεν ήταν νόμιμα ή δεν τα έκρινε δίκαια και δεν έκανε διορισμούς, αυτά δε του στοίχισαν στις επόμενες εκλογές του 1950 που δεν εκλέχθηκε. Όσα αιτήματα τα έκρινε δίκαι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ικανοποιηθούν άσχετα από την κομματική θέση του πολίτη.Έτσι απέρριψε αίτημα κομματικού του φίλου και γείτονά του αυτοκινητιστή να προμηθευτεί άδειες κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων Δ.Χ. με την ψευδή πρόφαση ότι στον πόλεμο είχε διαθέσει στο κράτος άλογα και μουλάρια, ενώ από την άλλη μεριά φρόντισε να πάρει σύνταξης ένας εργαζόμενος σε συνεργείο επισκευής των σιδηροδρομικών γραμμών του οποίου από έκρηξη νάρκης είχαν κοπεί και τα δύο πόδια πάνω από το γόνατο, παρά το ότι ήταν γνωστό ότι ήταν κομμουνιστής. Όμως, παρά το ότι δεν πίστεψε ότι ο άνθρωπος αυτός που μόνος του του είχε πει ότι θα τον ψήφιζε στις επόμενες εκλογές, δεν έκρυψε την απογοήτευσή του και ένοιωσε πολύ άσχημα που δεν τήρησε στις εκλογές του 1950 την υπόσχεση που μόνος του του είχε δώσει. Τον μόνο διορισμό που είχε κάνει ήταν στην ΑΤΕ Σαππών μιας συμμαθήτριας και γειτόνισσας της γυναίκας του, από φτωχή αριστερή οικογένεια, η οποία επί μία ολόκληρη 15ετία και πλέον μετά του έστελνε ανθοδέσμη στις 12 Δεκεμβρίου ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Αυτά εν ολίγοις για τον ως άνω βουλευτή, τον οποίο, όμως η δημοτική αρχή μέχρι σήμερα έχει αγνοήσει, ενώ έχει ονοματοδοτήσει οδό με τα ονόματα αποβιωσάντων νεωτέρων βουλευτών, ακόμη και ενός που επί κατοχής διετέλεσε , διορισμένος από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, έπαρχος στην Χαλκιδική.
Mάρων Ίσμαρος
α) Οι Βουλευτές
Η πρωτεύουσα της Θράκης Κομοτηνή έχει αρκετά μακρά ιστορία. Στο παρόν ιστολόγιο θα αναφερθούμε βασικά σε ιστοριοπολιτικά της περιόδου από την απελευθέρωσή της μετά την δεύτερη βουλγαρική κατοχή (1941-1944) μέχρι και την μεταπολίτευση. Αρχίζουμε από τις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946. Στις εκλογές αυτές ο νομός Ροδόπης, ο οποίος αποτελούσε τότε μία εκλογική περιφέρεια με την περιφέρεια Ξάνθης, εξέλεγε επτά (7) βουλευτές,βάσει δε της πληθυσμιακής αναλογίας της Ροδόπης και της Ξάνθης και των δυσμενών, τότε συγκοινωνιακών μέσων (ελάχιστα δρομολόγια λεωφορείων και τραίνων, ελάχιστα ταξί ανύπαρκτα Ι.Χ.Ε και μεγάλη δαπάνη για περιοδείες και στις δύο περιοχές), οι υποψήφιοι έπαιρναν το σύνολο σχεδόν των σταυρών προτίμησης από την περιφέρειά τους και ελάχιστους, συνήθως μη υπερβαίνοντας τον διπλό αριθμό από την άλλη περιφέρεια. Έτσι παρά το ενιαίο της εκλογικής περιφέρειας, στην ουσία εκλέγονταν τέσσερις (4) βουλευτές από την Ροδόπη και τρεις (3) από την Ξάνθη Στις εκλογές αυτές εκλέχθηκαν βουλευτές από μεν το τότε Λαϊκό κόμμα οι δικηγόροι Κομοτηνής Αντώνιος Παπαδήμος, ο οποίος στη συνέχεια χρημάτισε και Υπουργός Παιδείας, Σπύρος Σγουρόγλου ,που είχε εκλεγεί και το 1935 κι ο οποίος είχε πάρει τριψήφιο αριθμό σταυρών από την περιφέρεια Ξάνθης διότι στο χωριό Πολύσιτος της Ξάνθης διέμεναν συγγενείς της γυναίκας του, ο γιατρός Ξάνθης Χρήστος Κοψιδάς και ο δικηγόρος Θωμάς Διακουμόπουλος, ο ράφτης Φεχμή Οτμανλί και από το κόμμα Φιλελευθερων ο δικηγόρος Κομοτηνής Εμμανουήλ Μαρινάκις, ο οποίος μετέπειτα χρημάτισε δύο φορές Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, στις κυβερνήσεις Σοφούλη και Παπάγου και ο Οσμάν Ουστενέρ. Η Βουλή του 1946 διήρκεσε μέχρι τι 1950 κι έφερε το βάρος το εμφυλίου πολέμου. Από τους χριστιανούς βουλευτές από την Ροδόπη, ενόψει της υπουργοποίησης των δύο, όλο σχεδόν το βάρος του νομού έπεφτε στους ώμους του Σπύρου Σγουρόγλου, ο οποίος έμενε οικογενειακώς στην Κομοτηνή, όταν δεν ήταν στη Βουλή. Έτσι νοικιάζοντας ταξί, ο Σπύρος Σγουρόγλου, περιόδευε στα χωριά εμψυχώνοντας τους κατοίκους των οποίων το πρώτο και κύριο αίτημα ήταν η ασφάλεια από τους αντάρτες και η παρουσία ισχυρής στρατιωτικής δύναμης σ' αυτά, το οποίο, με τον αγώνα που διεξήγε τότε το κράτος, ήταν αρκετά δύσκολο. Παρά ταύτα, ο βουλευτής Σπύρος Σγουρόγλου, παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε πάσχοντας από αποφρακτική αρτηρίτιδα με κίνδυνο γάγγραινας στο δεξί του πόδι λόγω της μη αιματώσεώς του , κατάφερε να υπάρχουν στα μεγάλα χωριά στρατιωτικά αποσπάσματα αλλά και να δοθούν όπλα σε ικανό αριθμό χωρικών για αυτοπροστασία. Στο οικοδομικό τετράγωνο που ήταν το σπίτι στο οποίο με ενοίκιο έμενε, φρόντισε και οπλίστηκαν ο ίδιος και οι γείτονές του, οι οποίοι τις νύχτες περιπολούσαν κινούμενοι στις αυλές τους. Όμως, οι προσπάθειες ήταν πάρα πολύ δύσκολες,όταν δε είχαν φθάσει στο απροχώρητο, έπεισε και τους άλλους δύο βουλευτές να απειλήσουν ότι θα παραιτηθούν εάν δεν ενισχυθεί στρατιωτικά η περιοχή της Ροδόπης. Η κίνηση αυτή, που δημοσιεύθηκε και στον τύπο, είχε αποτελέσματα κι έτσι ο στρατός της περιοχής αναβαθμίσθηκε σε ταξιαρχία υπό τον ταξίαρχο Αγραφιώτη, ενώ παράλληλα ήρθαν και μικρά θωρακισμένα που παρέλασαν στην Κομοτηνή κι έτσι ανορθώθηκε το ηθικό των κατοίκων. Αυτό δεν του το συγχώρησαν οι αντάρτες κι έτσι ένα από τα πολλά βράδια που είχαν μπει στην Κομοτηνή πέταξαν στην αυλή του σπιτιού του μία εφημερίδα Ριζοσπάστη; που την απηύθυναν στον μοναρχοφασίστα βουλευτή Σγουρόγλου; με μια χειροβομβίδα που έσκασε, ευτυχώς χωρίς θύματα, γιατί ο ίδιος μεν περιπολών ένοπλος ήταν σε άλλο σημείο, η δε οικογένειά του ήταν στο υπόγειο διπλανού σπιτιού. Ο ίδιος ως ο μόνος βουλευτής που έμενε την περίοδο εκείνη οικογενειακώς στην Κομοτηνή, είχε το θλιβερό καθήκον να συνοδεύει στις κηδείες τις σορούς των στρατιωτών της περιοχής που είχαν σκοτωθεί .Εκείνο δε που τον απασχολούσε ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αυτές ήταν το ότι δεν προβλεπόταν καμιά βοήθεια για τις οικογένειες των θυμάτων. Έτσι και με αφορμή το θυμίαμα που είχαν βάλει και έκαιγε στην κεντική πλατεία της Κομοτηνής επάνω σε τρίποδα εντός στρατιωτικού κράνους που στηριζόταν σε τρία όπλα , έγραψε ένα άρθρο σε τοπική εφημερίδα με τίτλο <<Προς τι ο λιβανωτός>> στο οποίο στιγμάτιζε την έλλειψη πρόνοιας για τις οικογένειες των θυμάτων και ε πρότεινε μέτρα τόσο προσωρινής όσο και οριστικής ενίσχυσής τους. Ο Σπύρος Σγουρόγλου, συμμετέσχε στην ελληνική αντιπροσωπεία στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. που συνήλθε το 1948 στο Παρίσι, όπου κι έκανε εγχείριση για την αποφυγή της γάγγραινας στο πόδι του, Εκ πεποιθήσεως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αιτήματα ψηφοφόρων που δεν ήταν νόμιμα ή δεν τα έκρινε δίκαια και δεν έκανε διορισμούς, αυτά δε του στοίχισαν στις επόμενες εκλογές του 1950 που δεν εκλέχθηκε. Όσα αιτήματα τα έκρινε δίκαι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ικανοποιηθούν άσχετα από την κομματική θέση του πολίτη.Έτσι απέρριψε αίτημα κομματικού του φίλου και γείτονά του αυτοκινητιστή να προμηθευτεί άδειες κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων Δ.Χ. με την ψευδή πρόφαση ότι στον πόλεμο είχε διαθέσει στο κράτος άλογα και μουλάρια, ενώ από την άλλη μεριά φρόντισε να πάρει σύνταξης ένας εργαζόμενος σε συνεργείο επισκευής των σιδηροδρομικών γραμμών του οποίου από έκρηξη νάρκης είχαν κοπεί και τα δύο πόδια πάνω από το γόνατο, παρά το ότι ήταν γνωστό ότι ήταν κομμουνιστής. Όμως, παρά το ότι δεν πίστεψε ότι ο άνθρωπος αυτός που μόνος του του είχε πει ότι θα τον ψήφιζε στις επόμενες εκλογές, δεν έκρυψε την απογοήτευσή του και ένοιωσε πολύ άσχημα που δεν τήρησε στις εκλογές του 1950 την υπόσχεση που μόνος του του είχε δώσει. Τον μόνο διορισμό που είχε κάνει ήταν στην ΑΤΕ Σαππών μιας συμμαθήτριας και γειτόνισσας της γυναίκας του, από φτωχή αριστερή οικογένεια, η οποία επί μία ολόκληρη 15ετία και πλέον μετά του έστελνε ανθοδέσμη στις 12 Δεκεμβρίου ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Αυτά εν ολίγοις για τον ως άνω βουλευτή, τον οποίο, όμως η δημοτική αρχή μέχρι σήμερα έχει αγνοήσει, ενώ έχει ονοματοδοτήσει οδό με τα ονόματα αποβιωσάντων νεωτέρων βουλευτών, ακόμη και ενός που επί κατοχής διετέλεσε , διορισμένος από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, έπαρχος στην Χαλκιδική.
Mάρων Ίσμαρος
β) Η ζωή στον εμφύλιο
Όπως είναι γνωστό, την Κυριακή των πρώτων μετά την Κατοχή εκλογών της 31 Μαρτίου 1946 έγινε η πρώτη πράξη του εμφυλίου με την επίθεση ενόπλων κομμουνιστών, των οποίων το κόμμα είχε -ανοήτως,κατά τη γνώμη μου- δηλώσει αποχή στο Σταθμό Χωροφυλακής του Λιτόχωρου της Πιερίας. Ο εμφύλιος έληξε με την νίκη των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1949 αλλά με μεγάλο ανθρώπινο κόστος και από τις δύο πλευρές, πέραν των τεράστιων υλικών ζημιών και την ερήμωση των χωριών. Η πατρίδα μας αντί να επιδιώξει την ανόρθωσή της μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, από την αφροσύνη αλλά και εσφαλμένη πολιτική εκτίμηση του Κ.Κ.Ε. ενεπλάκη σε αδελφοκτόνο πραγματικό πόλεμο.
Πως, όμως ήταν η ζωή στην Κομοτηνή την περίοδο του εμφυλίου; Κυλούσε κανονικά και ομαλά; Οι προσωπικές μου αναμνήσεις κι εμπειρίες λένε ότι τα πρωινά και τα απογεύματα μέχρι τη δύση του ήλιου η ζωή ήταν κανονική όπως και προπολεμικά. Οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους κι εμείς τα παιδιά στο σχολείο. Τα οικονομικά του κόσμου ήταν πολύ περιορισμένα , τα αγαθά σπάνιζαν κι η προμήθεια ενός μεγάλου μέρους των βιοτικών αγαθών (ψωμί,ζάχαρη, καφέ κλπ) γινόταν με δελτίο. Ειδικότερα η κυβέρνηση είχε καθορίσει την ποσότητα από κάθε είδος που αναλογούσε σε κάθε μέλος μιας οικογένειας και δινόταν στον αρχηγό της οικογένειας ένα μπλοκ στο οποίο αναγράφονταν τα ονόματα των μελών κάθε οικογένειας με τις φωτογραφίες τους και υπήρχαν για την προμήθεια κάθε είδους χρωματιστά κουπόνια σαν μεγάλα γραμματόσημα. Κάθε χρώμα κουπονιού αντιστοιχούσε σε διαφορετικό αριθμό μερίδων για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Για το ψωμί π.χ. τα κουπόνια ήταν τριάντα ή τριανταένα ανάλογα με τον μήνα, για τη ζάχαρη κλπ μηνιαία. Με αυτά έπρεπε να πορευτεί κάθε οικογένεια. Δεν μπορούσε να γίνει καμιά λαθροχειρία γιατί ήταν αφενός μεν συγκεκριμένος ο φούρναρης και ο μπακάλης από τους οποίους θα έπαιρνες τα τρόφιμα αφετέρου έπρεπε πάντα να έχεις μαζί σου το βιβλιάριο με τα κουπόνια. Ούτε ήταν δυνατόν να πάρεις περισσότερα τρόφιμα από όσα εδικαιούτο ο καθένας δίνοντας κουπόνια και του επόμενου μήνα, διότι και οι ποσότητες τροφίμων που δίνονταν σε κάθε μπακάλη ήταν ίσες μερίδες των ατόμων που εξυπηρετούσε. Για το κρέας και τα ψάρια δεν θυμάμαι να υπήρχαν κουπόνια κι ούτε είχα πάει , μικρό παιδί, σε κρεοπώλη ή ψαρά, ενώ ήμουν ο μόνιμος επισκέπτης του μπακάλη και του φούρναρη. Το κακό δε με μένα ήταν ότι ενώ μέναμε στην περιοχή των δικηγορικών και του Δικαστηρίου, δοθέντος ότι ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος -τότε ο Δικηγορικός Σύλλογος Ροδόπης είχε 28 μέλη, όπως και προπολεμικά και ποτέ, μέχρι το 1975 δεν είχαν υπερβεί τα 32-35, πάντα , όμως, με περίπου 30 ενεργούς δικηγόρους που σήμερα εγγίζουν τους 250- ο φούρναρης που μας είχαν ορίσει για την προμήθεια του καθημερινού ψωμιού ήταν ο Χατζής που είχε φούρνο δίπλα στη Λέσχη Κομοτηναίων,πολύ μακριά από το σπίτι που μέναμε σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρων, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν μέχρι το φούρνο του Χατζή τρεις πλησιέστεροι προς το σπίτι μας φούρνοι. Για το εκ πρώτης όψεως παράξενο αυτό γεγονός μα υπάρχουν τρεις φούρνοι κοντά στο σπίτι σου και να σε ορίσουν ότι θα παίρνεις ψωμί από ένα μακρινό φούρνο, υπάρχει μια εκ των υστέρων εξήγηση. Την περίοδο εκείνη αφενός μεν δεν μπορούσε ο καθένας έστω και παντελώς άσχετος κεφαλαιούχος να ιδρύσει ένα φούρνο, διότι ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος ανάλογα του πληθυσμού, αφετέρου η ποσότητα του ψωμιού που θα έβγαζε κάθε φούρνος ήταν ανάλογη με τον αριθμό των αρτεργατών που απασχολούσε. Έτσι, ένας φούρναρης με τον ίδιο ως αρτεργάτη εδικαιούτο να παράξει, αν θυμάμαι καλά, 70 μόνο οκάδες ψωμιού, από την πώληση του οποίου, με βάση τα κουπόνια του δελτίου και την τιμή του ψωμιού, είχε υπολογισθεί από τους αρμόδιους ότι θα μπορούσε να ζήσει με το κέρδος που είχε. Με έναν επιπλέον αρτεργάτη η ποσότητα ανερχόταν σε 140 οκάδες , με τρεις σε 210 κ.ο.ε.Προφανώς, λοιπόν, οι τρεις πλησιέστεροι προς το σπίτι μας φούρνοι με τις ποσότητες ψωμιού που δικαιούνταν, με βάση τον αριθμό των αρτεργατών τους, κάλυπταν τις ανάγκες πλησιέστερων προς αυτούς οικογενειών κι έτσι ορίσθηκε για μας ο μακρινός φούρνος του Χατζή. Το ψωμί που παίρναμε ήταν το μαύρο, σήμερα είναι γνωστό ως ολικής αλέσεως. Μερικές φορές, όμως, δεν ξέρω πως, οι φούρνοι βγάζανε κι ένα πολύ άσπρο κι αφράτο ψωμί, σαν το σημερινό χωριάτικο με προζύμι, αρκετά ακριβό στην τιμή, το ωραίο δε ευτράπελο, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι είχαμε αυτό το άσπρο ψωμί, που το λέγαμε χάσ(ι)κο , το τρώγαμε ως τυρί !!! με το μαύρο ψωμί του δελτίου. Ευτυχώς ο μπακάλης που μας είχαν ορίσει ήταν ο Χρυσάφης Μαραγκός, πάρα πολύ κοντά μας κι έτσι δεν κουραζόμουν με τα ψώνια του δελτίου. Ο μπακάλης μας αυτός είχε πολύ γούστο γιατί ήταν βραδύγλωσσος. Ιδίως τις περιόδους της πανσελήνου δενόταν σχεδόν ολοκληρωτικά η γλώσσα του. Ήταν , όμως, και καλαμπουρτζής, όπως αυτό φάνηκε την περίοδο της γκαζιέρας μετά το 1950- γιατί, την περίοδο στην οποία αναφέρομαι, ήταν η περίοδος της φουφούς, όπου το μαγείρεμα γινόταν στη φουφού με κάρβουνα- που με έστελναν να αγοράσω από τον Χρυσάφι πετρέλαιο για την γκαζιέρα κι εκείνος μου έλεγε πεπεπετρέλαιο δεν έχω, έεεχω γκαααάζ, θέεελεις; κι εγώ μη γνωρίζοντας ότι είναι πετρέλαιο και γκάζι είναι το ίδιο πράγμα, γυρνούσα σπίτι και της το έλεγα κι εκείνη λυνόταν στα γέλια λέγοντάς μου, πάλι σε κορόιδεψε ο μπακάλης.
Την πρώτη περίοδο του εμφυλίου που το επίσημο Κράτος ονόμαζε συμμοριτοπόλεμο;, ο δε λαός ανταρτοπόλεμο και τους ένοπλους μαχητές του ΚΚΕ αντίστοιχα συμμορίτες και αντάρτες , η πόλη της Κομοτηνής και οι κάτοικοί της δεν υπέφεραν πολύ από τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες διεξάγονταν κυρίως στα χωριά της υπαίθρου τα οποία και υπέφεραν ιδιαίτερα. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, κι έχει ιδιαίτερη σημασία, ότι οι επιθέσεις και επιδρομές των ανταρτών γίνονταν αποκλειστικώς στα χριστιανικά χωριά, ενώ στα μουσουλμανικά χωριά δεν επιτέθηκαν ποτέ, τα οποία έτσι απολάμβαναν κάποιας μορφή ασυλίας Αυτό είναι από τα τοπικά παράξενα. Άλλωστε μεταξύ των ανταρτών της περιοχής δεν περιλαμβάνονταν μουσουλμάνοι. Για την προστασία της πόλης αλλά και των χωριών είχαν κτισθεί περιμετρικά της πόλης πέτρινα πολυβολεία στα οποία είχαν εγκατασταθεί στρατιωτικά αποσπάσματα που έλεγχαν την κίνηση. Οι αντάρτες αρκετές φορές είχαν επιχειρήσει να εισέλθουν στην Κομοτηνή και είχαν αποκρουσθεί από τον εθνικό στρατό, αλλά δεν ήταν και λιγότερες οι φορές που είχαν καταφέρει να μπουν στην πόλη και να επιτεθούν σε στρατιωτικούς ,κυρίως, στόχους, μάλιστα δε μία φορά είχαν καταφέρει να φθάσουν μέχρι το κτίριο της Μεραρχίας και να πυροβολήσουν ακόμη και το γραφείο του ταξίαρχου Αγραφιώτη, ενώ πολλές φορές αργά τα βράδια ακούγαμε από το ξύλινο μικρό παράθυρο του υπογείου στο οποίο κρυβόμασταν ακούγαμε τους βηματισμούς και τις συζητήσεις τους.
Όταν από το 1947 και μετά, χόνδρινε το πολεμικό παιχνίδι κι αυξήθηκαν οι επιθέσεις των ανταρτών στα φυλάκια που ήταν στις παρυφές της πόλης και στα κοντινά χωριά ηχούσαν οι σειρήνες με τις οποίες ειδοποιείτο ο πληθυσμός να καταφύγει για προστασία σε υπόγεια κι όπου αλλού μπορούσε, γιατί δεν υπήρχαν στην Κομοτηνή επίσημα καταφύγια κι έτσι ο καθένας κατέφευγε όπου νόμιζε ότι θα ήταν ασφαλής, γιατί δεν ακούγονταν μόνο πυροβολισμοί τυφεκίων αλλά και όλμων κι άλλων βαριών όπλων. Πάρα πολύ συχνή ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας των κατοίκων το βράδυ μετά από κάποια ώρα, που διέφερε ανάλογα με την εποχή του έτους και των πιθανοτήτων επιθέσεως των ανταρτών. Όποιος κυκλοφορούσε μετά την ώρα της απαγόρευσης εθεωρείτο ύποπτος και υπήρχε εντολή στις δυνάμεις τόσο του στρατού όσο και της Χωροφυλακής οι άνδρες της οποίας έφεραν όπλα , να πυροβολείται όποιος δεν σταματούσε για έλεγχο μετά από σχετική πρόσκληση. Ευτυχώς, ο πληθυσμός ήταν νομοταγής και υπάκουος στις εντολές των Αρχών του επίσημου κράτους και δεν υπήρξε ούτε ένας πυροβολισμός παραβάτη πολίτη. Εκείνους που δεν έθιγε η απαγόρευση της κυκλοφορίας ήταν οι μουσουλμάνοι την περίοδο του ραμαζανίου. Επειδή μέναμε σε συνοικία της οποίας οι κάτοικοι ήταν σχεδόν στη πλειονότητά τους μουσουλμάνοι, στην οδό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αριθ.3, κοντά στο επί της ιδίας οδού μουσουλμανικό δημοτικό σχολείο με την ονομασία Ιδαδιέ, που εθεωρείτο πρώτο και κορυφαίο, και πράγματι έτσι ήταν, θυμάμαι ότι αργά τα βράδια , μετά τις 11 , περνούσαν από το δρόμο μας δυο τρεις μουσουλμάνοι παίζοντας νταούλια για να ειδοποιήσουν τους μουσουλμάνους για την προσευχή τους τα μεσάνυχτα και κανείς, ούτε στρατιώτης ούτε αντάρτης, όταν οι τελευταίοι κατάφερναν να μπουν στην πόλη, δεν τους ενοχλούσε. Κι εδώ, λοιπόν, πολεμική ασυλία των μουσουλμάνων, διότι, προφανώς, εθεωρείτο ότι ο εμφύλιος δεν τους αφορούσε. Παρά ταύτα, όμως, μουσουλμάνοι κληρωτοί στρατεύονταν στον εθνικό στρατό, όπως είχε γίνει και στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, και μάλιστα υπήρξαν και θύματα για τα οποία χορηγήθηκαν στους συγγενείς τους κανονικά, όπως, δικαιούνταν, άδειες περιπτέρων.
Μάρων Ίσμαρος
β) Η ζωή στον εμφύλιο
Όπως είναι γνωστό, την
Κυριακή των πρώτων μετά την Κατοχή εκλογών της 31 Μαρτίου 1946 έγινε η
πρώτη πράξη του εμφυλίου με την επίθεση ενόπλων κομμουνιστών, των οποίων
το κόμμα είχε -ανοήτως,κατά τη γνώμη μου- δηλώσει αποχή στο Σταθμό Χωροφυλακής
του Λιτόχωρου της Πιερίας. Ο εμφύλιος έληξε με την νίκη των εθνικών
στρατιωτικών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1949 αλλά με μεγάλο ανθρώπινο κόστος και
από τις δύο πλευρές, πέραν των τεράστιων υλικών ζημιών και την ερήμωση των χωριών.
Η πατρίδα μας αντί να επιδιώξει την ανόρθωση και ανασυγκρότησή της μετά τον
Β΄παγκόσμιο πόλεμο, από την αφροσύνη αλλά και εσφαλμένη πολιτική εκτίμηση
του Κ.Κ.Ε. ενεπλάκη σε αδελφοκτόνο πραγματικό πόλεμο.
Πως, όμως ήταν η ζωή στην Κομοτηνή
την περίοδο του εμφυλίου; Κυλούσε κανονικά και ομαλά; Οι προσωπικές μου
αναμνήσεις κι εμπειρίες λένε ότι τα πρωινά και τα απογεύματα μέχρι τη δύση του
ήλιου η ζωή ήταν κανονική όπως και προπολεμικά. Οι άνθρωποι πήγαιναν στις
δουλειές τους κι εμείς τα παιδιά στο σχολείο. Τα οικονομικά του κόσμου ήταν
πολύ περιορισμένα , τα αγαθά σπάνιζαν κι η προμήθεια ενός μεγάλου μέρους
των βιοτικών αγαθών (ψωμί,ζάχαρη, καφέ κλπ) γινόταν με δελτίο. Ειδικότερα
η κυβέρνηση είχε καθορίσει την ποσότητα από κάθε είδος που αναλογούσε σε
κάθε μέλος μιας οικογένειας και δινόταν στον αρχηγό της οικογένειας ένα μπλοκ
στο οποίο αναγράφονταν τα ονόματα των μελών κάθε οικογένειας με τις φωτογραφίες
τους και υπήρχαν για την προμήθεια κάθε είδους χρωματιστά κουπόνια σαν
μεγάλα γραμματόσημα. Κάθε χρώμα κουπονιού αντιστοιχούσε σε διαφορετικό αριθμό
μερίδων για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Για το ψωμί π.χ. τα κουπόνια ήταν
τριάντα ή τριανταένα ανάλογα με τον μήνα, για τη ζάχαρη κλπ μηνιαία. Με αυτά
έπρεπε να πορευτεί κάθε οικογένεια. Δεν μπορούσε να γίνει καμιά λαθροχειρία
γιατί ήταν αφενός μεν συγκεκριμένος ο φούρναρης και ο μπακάλης από τους
οποίους θα έπαιρνες τα τρόφιμα αφετέρου έπρεπε πάντα να έχεις μαζί σου το
βιβλιάριο με τα κουπόνια. Ούτε ήταν δυνατόν να πάρεις περισσότερα τρόφιμα από
όσα εδικαιούτο ο καθένας δίνοντας κουπόνια και του επόμενου μήνα, διότι και οι
ποσότητες τροφίμων που δίνονταν σε κάθε μπακάλη ήταν ίσες μερίδες των ατόμων
που εξυπηρετούσε. Για το κρέας και τα ψάρια δεν θυμάμαι να υπήρχαν κουπόνια κι
ούτε είχα πάει , μικρό παιδί, σε κρεοπώλη ή ψαρά, ενώ ήμουν ο μόνιμος
επισκέπτης του μπακάλη και του φούρναρη. Το κακό δε με μένα ήταν ότι ενώ μέναμε
στην περιοχή των δικηγορικών και του Δικαστηρίου, δοθέντος ότι ο
πατέρας μου ήταν δικηγόρος -τότε ο Δικηγορικός Σύλλογος Ροδόπης είχε 28 μέλη,
όπως και προπολεμικά και ποτέ, μέχρι το 1975 δεν είχαν υπερβεί τα 32-35, πάντα
, όμως, με περίπου 30 ενεργούς δικηγόρους που σήμερα εγγίζουν τους 250- ο
φούρναρης που μας είχαν ορίσει για την προμήθεια του καθημερινού ψωμιού ήταν ο
Χατζής που είχε φούρνο δίπλα στη Λέσχη Κομοτηναίων,πολύ μακριά από το σπίτι που
μέναμε σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρων, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν μέχρι
το φούρνο του Χατζή τρεις πλησιέστεροι προς το σπίτι μας φούρνοι. Για το εκ
πρώτης όψεως παράξενο αυτό γεγονός μα υπάρχουν τρεις φούρνοι κοντά στο σπίτι
σου και να σε ορίσουν ότι θα παίρνεις ψωμί από ένα μακρινό φούρνο, υπάρχει
μια εκ των υστέρων εξήγηση. Την περίοδο εκείνη αφενός μεν δεν μπορούσε ο
καθένας έστω και παντελώς άσχετος κεφαλαιούχος να ιδρύσει ένα φούρνο, διότι ο
αριθμός τους ήταν περιορισμένος ανάλογα του πληθυσμού, αφετέρου η ποσότητα του
ψωμιού που θα έβγαζε κάθε φούρνος ήταν ανάλογη με τον αριθμό των αρτεργατών που
απασχολούσε. Έτσι, ένας φούρναρης με τον ίδιο ως αρτεργάτη εδικαιούτο να παράξει,
αν θυμάμαι καλά, 70 μόνο οκάδες ψωμιού, από την πώληση του οποίου, με βάση τα
κουπόνια του δελτίου και την τιμή του ψωμιού, είχε υπολογισθεί από τους
αρμόδιους ότι θα μπορούσε να ζήσει με το κέρδος που είχε. Με έναν επιπλέον
αρτεργάτη η ποσότητα ανερχόταν σε 140 οκάδες , με τρεις σε 210 κ.ο.ε.Προφανώς,
λοιπόν, οι τρεις πλησιέστεροι προς το σπίτι μας φούρνοι με τις ποσότητες ψωμιού
που δικαιούνταν, με βάση τον αριθμό των αρτεργατών τους, κάλυπταν τις ανάγκες
πλησιέστερων προς αυτούς οικογενειών κι έτσι ορίσθηκε για μας ο μακρινός
φούρνος του Χατζή. Το ψωμί που παίρναμε ήταν το μαύρο, σήμερα είναι γνωστό ως
ολικής αλέσεως. Μερικές φορές, όμως, δεν ξέρω πως, οι φούρνοι βγάζανε κι ένα
πολύ άσπρο κι αφράτο ψωμί, σαν το σημερινό χωριάτικο με προζύμι, αρκετά ακριβό
στην τιμή, το ωραίο δε ευτράπελο, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι είχαμε αυτό το
άσπρο ψωμί, που το λέγαμε χάσ(ι)κο , το τρώγαμε ως τυρί !!! με το μαύρο ψωμί
του δελτίου. Ευτυχώς ο μπακάλης που μας είχαν ορίσει ήταν ο Χρυσάφης Μαραγκός,
πάρα πολύ κοντά μας κι έτσι δεν κουραζόμουν με τα ψώνια του δελτίου. Ο μπακάλης
μας αυτός είχε πολύ γούστο γιατί ήταν βραδύγλωσσος. Ιδίως τις περιόδους της
πανσελήνου δενόταν σχεδόν ολοκληρωτικά η γλώσσα του. Ήταν , όμως, και
καλαμπουρτζής, όπως αυτό φάνηκε την περίοδο της γκαζιέρας μετά το 1950- γιατί,
την περίοδο στην οποία αναφέρομαι, ήταν η περίοδος της φουφούς, όπου το
μαγείρεμα γινόταν στη φουφού με κάρβουνα- που με έστελναν να
αγοράσω από τον Χρυσάφι πετρέλαιο για την γκαζιέρα κι εκείνος μου έλεγε
πεπεπετρέλαιο δεν έχω, έεεχω γκαααάζ, θέεελεις; κι εγώ μη γνωρίζοντας ότι είναι
πετρέλαιο και γκάζι είναι το ίδιο πράγμα, γυρνούσα σπίτι και της το έλεγα
κι εκείνη λυνόταν στα γέλια λέγοντάς μου, πάλι σε κορόιδεψε ο μπακάλης.
Την πρώτη περίοδο του εμφυλίου που
το επίσημο Κράτος ονόμαζε συμμοριτοπόλεμο;, ο δε λαός ανταρτοπόλεμο
και τους ένοπλους μαχητές του ΚΚΕ αντίστοιχα συμμορίτες και αντάρτες , η
πόλη της Κομοτηνής και οι κάτοικοί της δεν υπέφεραν πολύ από τις
πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες διεξάγονταν κυρίως στα χωριά της
υπαίθρου τα οποία και υπέφεραν ιδιαίτερα. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, κι έχει
ιδιαίτερη σημασία, ότι οι επιθέσεις και επιδρομές των ανταρτών γίνονταν
αποκλειστικώς στα χριστιανικά χωριά, ενώ στα μουσουλμανικά χωριά δεν επιτέθηκαν
ποτέ, τα οποία έτσι απολάμβαναν κάποιας μορφή ασυλίας Αυτό είναι από τα τοπικά
παράξενα. Άλλωστε μεταξύ των ανταρτών της περιοχής δεν περιλαμβάνονταν
μουσουλμάνοι. Για την προστασία της πόλης αλλά και των χωριών είχαν κτισθεί
περιμετρικά της πόλης πέτρινα πολυβολεία στα οποία είχαν εγκατασταθεί
στρατιωτικά αποσπάσματα που έλεγχαν την κίνηση. Οι αντάρτες αρκετές φορές
είχαν επιχειρήσει να εισέλθουν στην Κομοτηνή και είχαν αποκρουσθεί από τον
εθνικό στρατό, αλλά δεν ήταν και λιγότερες οι φορές που είχαν καταφέρει
να μπουν στην πόλη και να επιτεθούν σε στρατιωτικούς ,κυρίως, στόχους, μάλιστα
δε μία φορά είχαν καταφέρει να φθάσουν μέχρι το κτίριο της Μεραρχίας και
να πυροβολήσουν ακόμη και το γραφείο του ταξίαρχου Αγραφιώτη, ενώ πολλές φορές
αργά τα βράδια ακούγαμε από το ξύλινο μικρό παράθυρο του υπογείου στο
οποίο κρυβόμασταν ακούγαμε τους βηματισμούς και τις συζητήσεις τους.
Όταν από το 1947 και μετά,
χόνδρινε το πολεμικό παιχνίδι κι αυξήθηκαν οι επιθέσεις των ανταρτών στα
φυλάκια που ήταν στις παρυφές της πόλης και στα κοντινά χωριά ηχούσαν οι
σειρήνες με τις οποίες ειδοποιείτο ο πληθυσμός να καταφύγει για προστασία σε
υπόγεια κι όπου αλλού μπορούσε, γιατί δεν υπήρχαν στην Κομοτηνή επίσημα
καταφύγια κι έτσι ο καθένας κατέφευγε όπου νόμιζε ότι θα ήταν ασφαλής, γιατί
δεν ακούγονταν μόνο πυροβολισμοί τυφεκίων αλλά και όλμων κι άλλων βαριών όπλων.
Πάρα πολύ συχνή ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας των κατοίκων το βράδυ μετά
από κάποια ώρα, που διέφερε ανάλογα με την εποχή του έτους και των πιθανοτήτων
επιθέσεως των ανταρτών. Όποιος κυκλοφορούσε μετά την ώρα της απαγόρευσης
εθεωρείτο ύποπτος και υπήρχε εντολή στις δυνάμεις τόσο του στρατού όσο και της
Χωροφυλακής οι άνδρες της οποίας έφεραν όπλα , να πυροβολείται όποιος δεν
σταματούσε για έλεγχο μετά από σχετική πρόσκληση. Ευτυχώς, ο πληθυσμός ήταν
νομοταγής και υπάκουος στις εντολές των Αρχών του επίσημου κράτους και δεν
υπήρξε ούτε ένας πυροβολισμός παραβάτη πολίτη. Εκείνους που δεν έθιγε η
απαγόρευση της κυκλοφορίας ήταν οι μουσουλμάνοι την περίοδο του ραμαζανίου. Επειδή
μέναμε σε συνοικία της οποίας οι κάτοικοι ήταν σχεδόν στη πλειονότητά
τους μουσουλμάνοι, στην οδό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αριθ.3, κοντά στο επί
της ιδίας οδού μουσουλμανικό δημοτικό σχολείο με την ονομασία Ιδαδιέ, που
εθεωρείτο πρώτο και κορυφαίο, και πράγματι έτσι ήταν, θυμάμαι ότι αργά τα
βράδια , μετά τις 11 , περνούσαν από το δρόμο μας δυο τρεις μουσουλμάνοι
παίζοντας νταούλια για να ειδοποιήσουν τους μουσουλμάνους για την προσευχή τους
τα μεσάνυχτα και κανείς, ούτε στρατιώτης ούτε αντάρτης, όταν οι τελευταίοι
κατάφερναν να μπουν στην πόλη, δεν τους ενοχλούσε. Κι εδώ, λοιπόν, πολεμική
ασυλία των μουσουλμάνων, διότι, προφανώς, εθεωρείτο ότι ο εμφύλιος δεν
τους αφορούσε. Παρά ταύτα, όμως, μουσουλμάνοι κληρωτοί στρατεύονταν στον εθνικό
στρατό, όπως είχε γίνει και στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, και μάλιστα υπήρξαν και
θύματα για τα οποία χορηγήθηκαν στους συγγενείς τους κανονικά, όπως,
δικαιούνταν, άδειες περιπτέρων.
Τα βράδια που ηχούσαν οι σειρήνες
συναγερμό, καταφεύγαμε στην αρχή, από το κομσού καπί δηλ. την
μικρή πορτούλα που υπήρχε στους αυλόγυρους των σπιτιών κι επέτρεπε την , μέσω
αυτών, μετακίνηση, στα άλλα σπίτια του οικοδομικού τετραγώνου, ονομαζόταν
δε έτσι που σημαίνει στην τουρκική γλώσσα <<γειτονική πόρτα>> δηλ
πόρτα των γειτόνων, διότι μέσω αυτών οι χανούμισσες έκαναν τις επισκέψεις τους
στις γειτόνισσες, για να μη κυκλοφορούν στο δρόμο, στο υπόγειο της διπλανής
μονοκατοικίας του Χρήστου Οικονομίδη, που προς την πλευρά της οδού Π.Μαυρμιχάλη
ήταν όλο κτισμένο κι είχε ένα άνοιγμα σαν παράθυρο που έκλεινε με ένα σανίδι
50Χ30 περίπου εκατοστών. Σε μια άκρη, λοιπόν ατού του υπογείου, οι μεγάλοι
τοποθέτησαν επάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο ψάθες και επάνω σ' αυτές χοντρά
κιλίμια κι επίσης κάθε οικογένεια είχε μονίμως τοποθετημένες κουβέρτες για να
σκεπάζονται τα μέλη της. Επειδή διαπιστώθηκε ότι το φως από τι λάμπες πετρελαίου
που χρησιμοποιούσαμε στη γωνία αυτή του υπογείου περνούσε από τις χαραμάδες του
ξύλινου παράθυρου και φαινόταν απ' έξω, χτίστηκε με τούβλα ένα τοιχίο από το πάτωμα
μέχρι το ταβάνι του υπογείου κι έτσι απομονώθηκε χώρος διαμονής μας. Στο
υπόγειο, λοιπόν, αυτό ξενυχτούσαμε τα βράδια που είχαμε επιθέσεις. Βέβαια
οι τρεις άνδρες των οικογενειών μας, οπλισμένοι έκαναν στις αυλές τις
περιπολίες τους. Μετά, όμως, από το πέταγμα της χειροβομβίδας με ον
<<Ριζοσπάστη>> στην αυλή του σπιτιού του βουλευτή Σπύρου Σγουρόγλου
που εξελείφθη οι αντάρτες γνώριζαν που μένει κι ενδεχομένως σε άλλη
είσοδό τους στην πόλη να έψαχναν στα υπόγεια των γύρω σπιτιών να το βρουν
και να τον συλλάβουν, κρυβόμασταν στο σπίτι του παλιού μουσουλμάνου βουλευτή
Χατίπ εφέντη, του οποίου ο γιος Χασάν Χατίπογλου, τότε, έχοντας αποφοιτήσει από
ελληνικό εξατάξιο γυμνάσιο, υπηρετούσε τη θητεία του ως αξιωματικός του
ελληνικού στρατού -αργότερα δε ο ίδιος εκλέχτηκε βουλευτής του Ελληνικού
Συναγερμού του Παπάγου στις εκλογές του 1952 και τη συνέχεια άλλες δύο φορές με
το κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη- Το οποίο σπίτι ήταν στη οδό
Όθωνος αριθ.1, σε απόσταση 30-40 μέτρων από το δικό μας. Εκεί δεν
επρόκειτο κανείς να αναζητήσει τον βουλευτή και την οικογένειά του. Μουσουλμανικά ασυλία γαρ!!! Το σπίτι ήταν δίπατο με χαγιάτι στον επάνω όροφο όπου ήταν τα υπνοδωμάτια καθώς και το δωμάτιο υποδοχής των ξένων, η υποδοχή όπως λέγαμε, το καθένα με το τζάκι του, στρωμένα όλα με κιλίμια και χαλιά. Στο ισόγειο ήταν πάλι το καθημερινό καθιστικό με τζάκι, η κουζίνα κι ένα άλλο δωμάτιο. Εμάς, που δεν μας θεωρούσαν πολύ ξένους, όχι μόνο γιατί είμασταν γείτονες αλλά γιατί ο Χατίπ εφέντης και ο πατέρας μου είχαν εκλεγεί βουλευτές του Λαϊκού κόμματος στις εκλογές της εθνοσυνέλευσης του 1935, μας υποδέχονταν το καθιστικό του ισογείου, στρωμένο όλο με κιλίμια και με αναμμένο το τζάκι το χειμώνα και καθόμασταν και τρώγαμε του καλού καιρού, λες και έξω δεν συνέβαινε τίποτε. Ο Χατίπ εφέντης ήταν ένας μεσαίου ύψους ξερακιανός και πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος. Ανοιχτόκαρδη κι εξόχως περιποιητική ήταν κι η Ζεχρά ζανούμ, η γυναίκα του, η οποία περιποιόταν ιδιαίτερα εμένα, τόσο που ζήλευε συνομήλικη μου μικρή τους κόρη Γκιουλτέν. Οι συζητήσεις των μεγάλων που γίνονταν στην τουρκική γλώσσα περιεστρέφοντο γύρω από τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Ο πατέρας μου που πηγαινοερχόταν στη Βουλή στην Αθήνα, ενημέρωνε τον Χατίπ εφέντη σχετικά με τις προθέσεις και κινήσεις της Κυβέρνησης, παράλληλα δε ζητούσε να μάθει από αυτόν, που ήταν ένας από τους προύχοντες της μειονότητας, τυχόν προβλήματα που ανέκυπταν μεταξύ των μουσουλμάνων και των Αρχών αλλά και των χριστιανών, ώστε να μεσολαβήσει για την επίλυσή τους. Ο μεγάλος γιός του Χατίπ εφέντη, ο Χασάν, που είχε τελειώσει το ελληνικό εξατάξιο γυμνάσιο της Κομοτηνής, την περίοδο εκείνη υπηρετούσε την θητεία του ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Απόδειξη της ισονομίας που επικρατούσε ως προς την μεταχείριση της μειονότητας. Στην αυλή κι απέναντι από το σπίτι ήταν το αποχωρητήριο, που ήταν σαν ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο , το σανιδένιο πάτωμα του οποίου ήταν περίπου μισό μέτρο επάνω από το έδαφος κι έτσι η άνοδος στο κυρίως καμπινέ γινόταν με δυο τρία σκαλιά. Όντως το αποχωρητήριο αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από το δικό μας αλλά και των άλλων γειτονικών μας σπιτιών, που τα αποχωρητήριά τους ήταν πολύ μικρών διαστάσεων και με εξωτερική πόρτα, ενώ του Χατίπ εφέντη δεν είχε πόρτα, ίσως λόγω των σκαλοπατιών που έπρεπε να ανέβη όποιος το χρειαζόταν. Άνοιγαν, λοιπόν, ένα άνοιγμα σε κάθε σανίδι κι από αυτό αφόδευαν. Όταν δε το σημείο αυτό κόντευε να γεμίσει το σανίδωναν και το έκλειναν κι άνοιγαν τρύπα στο αμέσως προηγούμενο σανίδι!!! .Από την πολύκαιρη χρήση του, όμως, κι από το νερό που έριχναν, κάποιο σανίδι είχε επηρεσθεί από την υγρασία κι έτσι ένα βράδυ αργά που είχε πάει η μητέρα του πατέρα μου η γιαγιά Ευλαβώ να κάνει την ανάγκη της έσπασε ένα σανίδι και έπεσε με τα πόδια μέσα στα περιττώματα. Το τι έγινε εκείνο το βράδυ δεν περιγράφεται. Η Ζεχρά χανούμ ζέστανε νερό και στη σκάφη έκανε αμέσως μπάνιο η γιαγιά κι η Ζεχρά χανούμ της έδωσε δικά της ρούχα για να ντυθεί, εν΄τα ρούχα της γιαγιάς τα έρριξε σε μια σκάφη με νερό για να ξεβρωμίσουν. Από την επομένη δε έλεγαν, περιπαικτικώς βέβαια, ότι η γιαγιά έγινε χατζέσα. Όπως δηλ. όποις χριστιανός πήγαινε στους Αγίους Τόπους και βαφτιζόταν κι όπως όποιος μουσουλμάνος πήγαινε για προσκύνημα στην καάμπα στην Αραβία, όταν επέστρεφαν τους έλεγαν χατζήδες, έτσι και της γιαγιάς μου της κόλλησαν το χατζέσσα γιατί βαφτίστηκε στα περιττώματα!!!
Επειδή διαπιστώθηκε ότι η φύλαξη όλων των χωριών από τις μικρής δύναμης στρατιωτικές δυνάμεις , δεν ήταν αποτελεσματική επέφερε διάσπαση σε πολλά μέτωπα τις δυνάμεις, στα μέσα του 1947 αποφασίσθηκε η μετακίνηση του χριστιανικού πληθυσμού των χωριών στην Κομοτηνή, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη αφενός μεν η προστασία του πληθυσμού που θα ήταν πλέον συγκεντρωμένος στην πόλη, αφετέρου δε αποτελεσματικότερη η άμυνα και οι πολεμικές επιχειρήσεις από μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτικών δυνάμεων. Η μετακίνηση βέβαια έγινε σε εθελοντική βάση,με την επισήμανση στους χωρικούς τόσο των πλεονεκτημάτων όσο και των μειονεκτημάτων της ενέργειας , προκειμένου να επιλέξουν σχετικά. Το εγχείρημα αυτό έφερε μεγάλη αναταραχή στην κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, όπου συγκεντρώθηκαν αρκετές χιλιάδες χωρικών. Για την εξεύρεση καταλλήλων οικημάτων και χώρων για την εγκατάσταση των χωρικών, συγκροτήθηκαν επιτροπές από υπαλλήλους της Πρόνοιας και αστυνομικούς, οι οποίες περιήλθαν και ερεύνησαν όλα τα χριστιανικά σπίτια της πόλης , προκειμένου να κριθεί εάν με βάση τον αριθμό των μελών της οικογένειας και των χώρων του σπιτιού, μπορούσε να διατεθεί κάποιος χώρος για την στέγαση των λεγόμενων <<ανταρτοπλήκτων>>. Τέτοια Επιτροπή πέρασε κι από τη γειτονιά μας, η οποία έκρινε ακατάλληλο για εγκατάσταση ανταρτοπλήκτων χωρικών το ευρισκόμενο στην αυλή του σπιτιού μας ξύλινο, χωρίς παράθυρα και πόρτα πλυσταριό, ενώ το υπόγειο του διπλανού ας σπιτιού που είχε ιδιαίτερη είσοδο από το δρόμο και την αυλή και το οποίο ήταν χαμηλότερο από τον δρόμο μόνο 4 σκαλοπάτια καθώς και το πλυσταριό του σπιτιού στο υπόγειο του οποίου κρυβόμασταν, κρίθηκε κι αυτό κατάλληλο για τη στέγαση μιας ολιγομελούς οικογένειας. Έτσι στο ημιυπόγειο της οικίας που έμενε ο δικηγόρος Γιάννης Βλαμίδης το οποίο διέθετε δύο δωμάτια στην πρόσοψη, ένα άλλο και κουζίνα προς την αυλή εγκαταστάθηκε η οικογένεια του Ηλία Πατρωνίδη, μετέπειτα οδηγού και στη συνέχεια ιδιοκτήτη ταξί, ο οποίος παρέμεινε εκεί και λίγα χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου, ενώ στο πλυσταριό της οικίας Οικονομίδη εγκαταστάθηκε μια χήρα με την κόρη της, οι οποίες, όμως, έφυγαν με τη λήξη του εμφυλίου. Παράλληλα, σε κατάλληλα ανοιχτά σημεία της πόλης, κατασκευάσθηκαν με λαμαρίνες εξωτερικά ημικυκλικά τολλς τα οποία είχαν διαμορφωθεί εσωτερικά κατάλληλα σε δωμάτια με κοινή κουζίνα κι αποχωρητήρια στα οποία και εγκαταστάθηκαν ανταρτόπληκτοι. Στα τολλς αυτά διέμεναν οικογένειες κι αρκετά χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου μέχρι το 1956-57. Σε ένα τέτοιο τολλ, που είχε εγκατασταθεί απέναντι από τον μητροπολιτικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μπροστά από το βυζαντινό τείχος, το <καλέ>> όπως το λέγαμε, είχαν εγκατασταθεί οι οικογένειες δύο συμμαθητών μου στο δημοτικό και στο γυμνάσιο κι έτσι είχα την ευκαιρία να δω κι εσωτερικά πως ήταν το τολλ. Στο ημικύκλιο εξωτερικά ήταν η είσοδος του τολλ και στη συνέχεια ένας φαρδύς διάδρομος, δεξιά κι αριστερά του οποίου ήταν οι πόρτες των δωματίων, αρκετά ευρύχωρων, τα οποία είχαν ένα παράθυρο προς τα έξω, ενώ στο βάθος ήταν η κοινόχρηστη κουζίνα και τα αποχωρητήρια. Γίνεται αντιληπτό ότι οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απλώς υποφερτές. Όλος αυτός ο κόσμος που συνέρρευσε στην πόλη, άλλαξε τον χαρακτήρα της , διότι οι χωρικοί αυτοί είχαν εγκαταλείψει την καλλιέργεια των χωραφιών τους από τα οποία ζούσαν, ενώ τώρα έπρεπε να βρουν κάτι άλλο να κάνουν και μάλιστα σε συνθήκες πολύ δύσκολες για όλους τους κατοίκους. Μετά την λήξη του εμφυλίου μεγάλο μέρος αυτών των χωρικών, ιδίως αυτοί που είχανε μικρό αγροτικό κλήρο ή είχαν βρει μια εργασία με σχετική σταθερότητα, δεν επέστρεψαν στα χωριά τους και παρέμειναν στην πόλη. Έτσι η ανταρσία των κομμουνιστών αποτέλεσε την απαρχή του φαινομένου της αστυφιλίας. Για την ιατρική περίθαλψη των ανταρτοπλήκτων είχε ορισθεί ο παθολόγος γιατρός Τσουκαλάς, οποίος, άνευ αμοιβής, εξέταζε τους ανταρτόπληκτους. Ο γιατρός αυτός ήταν πολύ καλαμπουρτζής. Έτσι εδιηγείτο ότι μια φορά πήγε στο ιατρείο του ένας χωρικός και τον ρωτάει <<εσύ είσαι ο γιατρός ο ανταρτοπλέχτς;>> <<Ναι εγώ είμαι ο γιατρός <<ανταρτοπλχτς, λέγε τι θέλεις>> τον ρωτά ο καλαμπουρτζής, γιατρός κι εκείνος του λέγει <<Γιατρέ εγώ είμαι ανταρτόπλεχτος κι ήρθα να με 'ξετάϊς>>, συνεχίζοντας δε ο Τσουκαλάς το καλαμπούρι του λέγει <Πες μου λοιπόν ανταρτόπλεχτε που πονάς;>> και σ΄αυτό το στυλ συνεχίσθηκε η εξέταση.
Οι στρατιώτες δεν παρέμεναν μόνιμα στους στρατώνες αλλά ους δίδονταν άδειες εξόδου τα απογεύματα, όταν δε ήταν η ώρα της επιστροφής στο στρατόπεδο , έβγαιναν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης δύο άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, ο οποίοι συνόδευαν, έχοντας στη μέση, έναν σαλπιγκτή, ο οποίος έπαιζε με την σάλπιγγα του την <<Θοδώρα>> που τα λόγια της ήταν, αν θυμάμαι καλά <<Θοδώρα, Θοδώρα πουν' ο Θοδωρής;/ Στο(κάστρο;) στο (κάστρο;) πάνε να τον βρεις>> , με το άκουσμά της δε οι φαντάροι συγκεντρώνονταν και στοιχίζονταν πίσω από τον σαλπιγκτή και του Α.Μ. (αστυνομικούς μονάδος) και σε παράταξη, πλέον, επέστρεφαν στους στρατώνες τους.
γ)Συγκοινωνίες
Τα μόνα μέσα συγκοινωνίας της περιόδου αυτής ήταν το τραίνο, τα ελάχιστα λεωφορεία, τα 3-4 ταξί που υπήρχαν, τα 10-12 παϊτόνια που εσύροντο με άλογα, τα ονομαζόμενα σε άλλα μέρη <<λαντώ>>, οι αραμπάδες με τα βόδια <<βοδάμαξες>> τις λέγαμε καθώς και οι μικροί αραμπάδες με γαϊδουράκι. Τα δρομολόγια των τραίνων που εκινούντο μ ατμομηχανές ήταν ελάχιστα. Ένα πρωινό για την Αθήνα κι ένα δεύτερο για τη Θεσσαλονίκη.Το ταξείδι με το τραίνο ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί οι αντάρτες υπονόμευαν με νάρκες και άλλα εκρηκτικά τις σιδηροδρομικές γραμμές. Για σχετική προφύλαξη και προστασία των επιβατών, πριν από την ατμομηχανή υπήρχε ένα βαγόνι ανοιχτό γεμάτο με άμμο. Ακολουθούσε ένα άλλο επίσης ανοιχτό στο οποίο ήταν στρατιώτες μ ένα ή δύο πολυβόλα και μετά ήταν η ατμομηχανή, το ανοιχτό βαγόνι με το κάρβουνο, στη συνέχεια τα βαγόνια των επιβατών και στο τέλος του συρμού υπήρχε ένα άλλο ανοιχτό βαγόνι με στρατιώτες και πολυβόλα. Με τα μέτρα αυτά προστατεύονταν οι ταξειδιώτες.
Η συγκοινωνία με τα χωριά της Ροδόπης , συνήθως , γινόταν μία ημέρα την εβδομάδα και μόνο στα μεγάλα κι όσα ήταν στους οδικούς άξονες προς Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια, ενώ δεν υπήρχε λεωφορειακή σύνδεση με την Θεσσαλονίκη. Τα ταξείδια προς την Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη ήταν κι αυτά επικίνδυνα γιατί οι αντάρτες ναρκοθετούσαν τους δρόμους. Έτσι για ασφάλεια των επιβατών πριν από το λεωφορείο προπορευόταν με μικρή ταχύτητα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο ντόϊτς των 3/4, όπως ήταν γνωστά, στο οποίο επέβαιναν στρατιώτες ναρκαλιευτές. Με τα έμπειρα μάτια τους ερευνούσαν το δρόμο και σε κάθε σημείο που ήταν χαλασμένη η άσφαλτος καθώς και στις στροφές του δρόμου, κατέβαιναν από το αυτοκίνητο και κουνούσαν το μηχάνημα του ναρκαλιευτή πάνω από το ύποπτο σημείο. Έτσι το ταξείδι προς τις γειτονικές αυτές πόλεις διαρκούσε αρκετές ώρες, αλλά με τον τρόπο αυτό γινόταν με ασφάλεια και δεν υπήρξε σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου ανατίναξη λεωφορείου. Έτσι, συνήθως ,οι χωρικοί έρχονταν στην Κομοτηνή με τις βοδάμαξες, οι οποίες στο κέντρο είχαν ένα ξύλινο άξονα που προεξείχε στο πίσω μέρος, έτσι τα παιδιά ανεβαίναμε στην προεξοχή του άξονα και κάναμε ταξείδι καβαλίκα το λέγαμε μέχρι την έξοδο της Κομοτηνής και βέβαια ύστερ γυρνούσαμε με τα πόδια στα σπίτια μας !!!,αλλά είμασταν ικανοποιημένοι γιατί είχαμε κάνει καβαλίκα!!!
Με τα παϊτόνια γινόταν η μετακίνηση εντός της πόλης, ενώ τα ταξί χρησιμοποιούνταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις.Η χρυσή περίοδος, όμως, για τα ταξί ήταν η προεκλογική, γιατί ήταν πολλά τα κόμματα και οι υποψήφιοι, που προσπαθούσαν να τα κλείσουν από νωρίς.
δ) Η ψυχαγωγία
Επειδή διαπιστώθηκε ότι η φύλαξη όλων των χωριών από τις μικρής δύναμης στρατιωτικές δυνάμεις , δεν ήταν αποτελεσματική επέφερε διάσπαση σε πολλά μέτωπα τις δυνάμεις, στα μέσα του 1947 αποφασίσθηκε η μετακίνηση του χριστιανικού πληθυσμού των χωριών στην Κομοτηνή, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη αφενός μεν η προστασία του πληθυσμού που θα ήταν πλέον συγκεντρωμένος στην πόλη, αφετέρου δε αποτελεσματικότερη η άμυνα και οι πολεμικές επιχειρήσεις από μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτικών δυνάμεων. Η μετακίνηση βέβαια έγινε σε εθελοντική βάση,με την επισήμανση στους χωρικούς τόσο των πλεονεκτημάτων όσο και των μειονεκτημάτων της ενέργειας , προκειμένου να επιλέξουν σχετικά. Το εγχείρημα αυτό έφερε μεγάλη αναταραχή στην κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, όπου συγκεντρώθηκαν αρκετές χιλιάδες χωρικών. Για την εξεύρεση καταλλήλων οικημάτων και χώρων για την εγκατάσταση των χωρικών, συγκροτήθηκαν επιτροπές από υπαλλήλους της Πρόνοιας και αστυνομικούς, οι οποίες περιήλθαν και ερεύνησαν όλα τα χριστιανικά σπίτια της πόλης , προκειμένου να κριθεί εάν με βάση τον αριθμό των μελών της οικογένειας και των χώρων του σπιτιού, μπορούσε να διατεθεί κάποιος χώρος για την στέγαση των λεγόμενων <<ανταρτοπλήκτων>>. Τέτοια Επιτροπή πέρασε κι από τη γειτονιά μας, η οποία έκρινε ακατάλληλο για εγκατάσταση ανταρτοπλήκτων χωρικών το ευρισκόμενο στην αυλή του σπιτιού μας ξύλινο, χωρίς παράθυρα και πόρτα πλυσταριό, ενώ το υπόγειο του διπλανού ας σπιτιού που είχε ιδιαίτερη είσοδο από το δρόμο και την αυλή και το οποίο ήταν χαμηλότερο από τον δρόμο μόνο 4 σκαλοπάτια καθώς και το πλυσταριό του σπιτιού στο υπόγειο του οποίου κρυβόμασταν, κρίθηκε κι αυτό κατάλληλο για τη στέγαση μιας ολιγομελούς οικογένειας. Έτσι στο ημιυπόγειο της οικίας που έμενε ο δικηγόρος Γιάννης Βλαμίδης το οποίο διέθετε δύο δωμάτια στην πρόσοψη, ένα άλλο και κουζίνα προς την αυλή εγκαταστάθηκε η οικογένεια του Ηλία Πατρωνίδη, μετέπειτα οδηγού και στη συνέχεια ιδιοκτήτη ταξί, ο οποίος παρέμεινε εκεί και λίγα χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου, ενώ στο πλυσταριό της οικίας Οικονομίδη εγκαταστάθηκε μια χήρα με την κόρη της, οι οποίες, όμως, έφυγαν με τη λήξη του εμφυλίου. Παράλληλα, σε κατάλληλα ανοιχτά σημεία της πόλης, κατασκευάσθηκαν με λαμαρίνες εξωτερικά ημικυκλικά τολλς τα οποία είχαν διαμορφωθεί εσωτερικά κατάλληλα σε δωμάτια με κοινή κουζίνα κι αποχωρητήρια στα οποία και εγκαταστάθηκαν ανταρτόπληκτοι. Στα τολλς αυτά διέμεναν οικογένειες κι αρκετά χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου μέχρι το 1956-57. Σε ένα τέτοιο τολλ, που είχε εγκατασταθεί απέναντι από τον μητροπολιτικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μπροστά από το βυζαντινό τείχος, το <καλέ>> όπως το λέγαμε, είχαν εγκατασταθεί οι οικογένειες δύο συμμαθητών μου στο δημοτικό και στο γυμνάσιο κι έτσι είχα την ευκαιρία να δω κι εσωτερικά πως ήταν το τολλ. Στο ημικύκλιο εξωτερικά ήταν η είσοδος του τολλ και στη συνέχεια ένας φαρδύς διάδρομος, δεξιά κι αριστερά του οποίου ήταν οι πόρτες των δωματίων, αρκετά ευρύχωρων, τα οποία είχαν ένα παράθυρο προς τα έξω, ενώ στο βάθος ήταν η κοινόχρηστη κουζίνα και τα αποχωρητήρια. Γίνεται αντιληπτό ότι οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απλώς υποφερτές. Όλος αυτός ο κόσμος που συνέρρευσε στην πόλη, άλλαξε τον χαρακτήρα της , διότι οι χωρικοί αυτοί είχαν εγκαταλείψει την καλλιέργεια των χωραφιών τους από τα οποία ζούσαν, ενώ τώρα έπρεπε να βρουν κάτι άλλο να κάνουν και μάλιστα σε συνθήκες πολύ δύσκολες για όλους τους κατοίκους. Μετά την λήξη του εμφυλίου μεγάλο μέρος αυτών των χωρικών, ιδίως αυτοί που είχανε μικρό αγροτικό κλήρο ή είχαν βρει μια εργασία με σχετική σταθερότητα, δεν επέστρεψαν στα χωριά τους και παρέμειναν στην πόλη. Έτσι η ανταρσία των κομμουνιστών αποτέλεσε την απαρχή του φαινομένου της αστυφιλίας. Για την ιατρική περίθαλψη των ανταρτοπλήκτων είχε ορισθεί ο παθολόγος γιατρός Τσουκαλάς, οποίος, άνευ αμοιβής, εξέταζε τους ανταρτόπληκτους. Ο γιατρός αυτός ήταν πολύ καλαμπουρτζής. Έτσι εδιηγείτο ότι μια φορά πήγε στο ιατρείο του ένας χωρικός και τον ρωτάει <<εσύ είσαι ο γιατρός ο ανταρτοπλέχτς;>> <<Ναι εγώ είμαι ο γιατρός <<ανταρτοπλχτς, λέγε τι θέλεις>> τον ρωτά ο καλαμπουρτζής, γιατρός κι εκείνος του λέγει <<Γιατρέ εγώ είμαι ανταρτόπλεχτος κι ήρθα να με 'ξετάϊς>>, συνεχίζοντας δε ο Τσουκαλάς το καλαμπούρι του λέγει <Πες μου λοιπόν ανταρτόπλεχτε που πονάς;>> και σ΄αυτό το στυλ συνεχίσθηκε η εξέταση.
Οι στρατιώτες δεν παρέμεναν μόνιμα στους στρατώνες αλλά ους δίδονταν άδειες εξόδου τα απογεύματα, όταν δε ήταν η ώρα της επιστροφής στο στρατόπεδο , έβγαιναν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης δύο άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, ο οποίοι συνόδευαν, έχοντας στη μέση, έναν σαλπιγκτή, ο οποίος έπαιζε με την σάλπιγγα του την <<Θοδώρα>> που τα λόγια της ήταν, αν θυμάμαι καλά <<Θοδώρα, Θοδώρα πουν' ο Θοδωρής;/ Στο(κάστρο;) στο (κάστρο;) πάνε να τον βρεις>> , με το άκουσμά της δε οι φαντάροι συγκεντρώνονταν και στοιχίζονταν πίσω από τον σαλπιγκτή και του Α.Μ. (αστυνομικούς μονάδος) και σε παράταξη, πλέον, επέστρεφαν στους στρατώνες τους.
γ)Συγκοινωνίες
Τα μόνα μέσα συγκοινωνίας της περιόδου αυτής ήταν το τραίνο, τα ελάχιστα λεωφορεία, τα 3-4 ταξί που υπήρχαν, τα 10-12 παϊτόνια που εσύροντο με άλογα, τα ονομαζόμενα σε άλλα μέρη <<λαντώ>>, οι αραμπάδες με τα βόδια <<βοδάμαξες>> τις λέγαμε καθώς και οι μικροί αραμπάδες με γαϊδουράκι. Τα δρομολόγια των τραίνων που εκινούντο μ ατμομηχανές ήταν ελάχιστα. Ένα πρωινό για την Αθήνα κι ένα δεύτερο για τη Θεσσαλονίκη.Το ταξείδι με το τραίνο ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί οι αντάρτες υπονόμευαν με νάρκες και άλλα εκρηκτικά τις σιδηροδρομικές γραμμές. Για σχετική προφύλαξη και προστασία των επιβατών, πριν από την ατμομηχανή υπήρχε ένα βαγόνι ανοιχτό γεμάτο με άμμο. Ακολουθούσε ένα άλλο επίσης ανοιχτό στο οποίο ήταν στρατιώτες μ ένα ή δύο πολυβόλα και μετά ήταν η ατμομηχανή, το ανοιχτό βαγόνι με το κάρβουνο, στη συνέχεια τα βαγόνια των επιβατών και στο τέλος του συρμού υπήρχε ένα άλλο ανοιχτό βαγόνι με στρατιώτες και πολυβόλα. Με τα μέτρα αυτά προστατεύονταν οι ταξειδιώτες.
Η συγκοινωνία με τα χωριά της Ροδόπης , συνήθως , γινόταν μία ημέρα την εβδομάδα και μόνο στα μεγάλα κι όσα ήταν στους οδικούς άξονες προς Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια, ενώ δεν υπήρχε λεωφορειακή σύνδεση με την Θεσσαλονίκη. Τα ταξείδια προς την Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη ήταν κι αυτά επικίνδυνα γιατί οι αντάρτες ναρκοθετούσαν τους δρόμους. Έτσι για ασφάλεια των επιβατών πριν από το λεωφορείο προπορευόταν με μικρή ταχύτητα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο ντόϊτς των 3/4, όπως ήταν γνωστά, στο οποίο επέβαιναν στρατιώτες ναρκαλιευτές. Με τα έμπειρα μάτια τους ερευνούσαν το δρόμο και σε κάθε σημείο που ήταν χαλασμένη η άσφαλτος καθώς και στις στροφές του δρόμου, κατέβαιναν από το αυτοκίνητο και κουνούσαν το μηχάνημα του ναρκαλιευτή πάνω από το ύποπτο σημείο. Έτσι το ταξείδι προς τις γειτονικές αυτές πόλεις διαρκούσε αρκετές ώρες, αλλά με τον τρόπο αυτό γινόταν με ασφάλεια και δεν υπήρξε σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου ανατίναξη λεωφορείου. Έτσι, συνήθως ,οι χωρικοί έρχονταν στην Κομοτηνή με τις βοδάμαξες, οι οποίες στο κέντρο είχαν ένα ξύλινο άξονα που προεξείχε στο πίσω μέρος, έτσι τα παιδιά ανεβαίναμε στην προεξοχή του άξονα και κάναμε ταξείδι καβαλίκα το λέγαμε μέχρι την έξοδο της Κομοτηνής και βέβαια ύστερ γυρνούσαμε με τα πόδια στα σπίτια μας !!!,αλλά είμασταν ικανοποιημένοι γιατί είχαμε κάνει καβαλίκα!!!
Με τα παϊτόνια γινόταν η μετακίνηση εντός της πόλης, ενώ τα ταξί χρησιμοποιούνταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις.Η χρυσή περίοδος, όμως, για τα ταξί ήταν η προεκλογική, γιατί ήταν πολλά τα κόμματα και οι υποψήφιοι, που προσπαθούσαν να τα κλείσουν από νωρίς.
δ) Η ψυχαγωγία
Παρά τα δελτία στα βασικά είδη διατροφής και την δυστυχία που γενικά επικρατούσε λόγω των πολεμικών γεγονότων, στον κόσμο της Κομοτηνής, την περίοδο αυτή 1945-1945 δεν έλειψε η διασκέδαση. Τόσο για την μεσαία τάξη των υπαλλήλων, εμπόρων επαγγελματιών και ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων, δικηγόρων, γιατρών κλπ, όσο και για τις λαϊκές και χαμηλότερου εισοδήματος τάξεις. Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται παράξενο και παράδοξο, ο κόσμος, παρά τα περιορισμένα οικονομικά, όσο μπορούσε διασκέδαζε. Αυτό εξηγείται κοινωνικά και οικονομικά από ότι την περίοδο αυτή του εμφυλίου, λόγω της αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επικρατούσε και κανείς δεν ήξερε αν θα ζούσε ή όχι την επόμενη ημέρα, ήταν ανώφελο να κάνει κανείς μακροπρόθεσμα προγράμματα και να επιδιώξει μακροπρόθεσμος στόχους. Έτσι ο καθένας όσο και όπως μπορούσε το έριχνε έξω. Άλλωστε στην ανώμαλη αυτή περίοδο η αποταμίευση χρημάτων, από όσους τυχόν είχαν, που ήσαν ελάχιστοι, ήταν κάτι το αδιανόητο και τρελό. Όσους τους περίσσευαν λίγα χρήματα τα έκαναν χρυσές λίρες Αγγλίας και τούρκικες Ρεσάτ, η τελευταία δε, αξίζει να σημειωθεί, ότι παρά το ότι κανονικά είχε μικρότερη αξία από την αγγλική, εντούτοις, στην Κομοτηνή η τιμή της ήταν υψηλότερη της λίρας Αγγλίας κι αυτό λόγω του μουσουλμανικού στοιχείου που τις προτιμούσε. Ο αποθησαυρισμός ήταν στην ημερησία διάταξη, διότι ο κόσμος, πρόσφυγες οι περισσότεροι της μικρασιατικής καταστροφής, φοβόταν μια νέα προσφυγιά.
Στην αρχή της οδού Φιλικής Εταιρείας, απέναντι από την κεντρική γέφυρα του Μπουκλουτζά με τους σιδερένιους προστατευτικούς σωλήνωνες που ήταν κυβολιθόστρωτη , κεντρικό σημείο συνάντησης με το περίπτερο του Τζώνη στην μία άκρη της, υπήρχε η ταβέρνα με την ονομασία Λαβύρινθος του Πέτρου Κρικζώνη που ήταν ξακουστή για το περίφημο ντονέρ που έψηνε φορώντας άσπρο σκούφο και ποδιά ο κυρ Πέτρος που την λειτουργούσε με την οικογένειά του, με καταγωγή όλων τους από το χωριό Ρεντίνα της Στερεάς Ελλάδας. Τα μεσημέρια ο Λαβύρινθος λειτουργούσε ως εστιατόριο. Η ταβέρνα προφανώς ονομάσθηκε Λαβύρινθος λόγω του οφιοειδούς σχήματος του καταστήματος. Η ταβέρνα που θεωρείτο, με τα σημερινά δεδομένα, ως κοσμική, διέθετε ζωντανή ορχήστρα με την καθηγήτρια μουσικής Χατζέα στο πιάνο και τον δεξιό ψάλτη του μητροπολιτικού ναού Μιχαλάκη Καζακόπουλο, κάπως έτσι ήταν το επώνυμό του και με αυτό έγινε γνωστή ως τραγουδίστρια στη δεκαετία του 1950 η κόρη του, στο βιολί και το τραγούδι . Ο Μιχαλάκης είχε εξαιρετική φωνή και τραγουδούσε υπέροχα, κι έκανε δε με το στόμα του κελαϊδίσματα πουλιών και αποσπούσε το χειροκρότημα των θαμώνων. Μπροστά από την ορχήστρα υπήρχε μικρός ελεύθερος χώρος όπου χόρευαν.Ο Λαβύρινθος ήταν το κοσμικό θα έλεγα στέκι της μεσαίας τάξης των αστών της πόλης (γιατρών, δικηγόρων, αξιωματικών, τμηματαρχών και διευθυντών δημοσίων υπηρεσιών, εμπόρων επαγγελματιών). Το κέφι ήταν πηγαίο και έντονο, ιδίως την περίοδο της αποκριάς γινόταν το σώσε αδιαχώρητο. Ο φωτογράφος, ένας εκ των αδελφών Βάττη, τραβούσε συνέχεια φωτογραφίες τις παρέες. Θυμάμαι ότι μία φορά ο Μιχαλάκης που με παρακολούθησε, πιτσιρικά 7-8 χρονών να σιγανοτραγουδώ μαζί του, με φώναξε και μ' έβαλε και τραγούδησα το Είσαι μικρούλα Ελλαδίτσα. Η αβεβαιότητα για το αύριο έκανε τους ανθρώπους να το ρίχνουν έξω. Ένα βράδυ στην γεμάτη ταβέρνα ήταν και ο Κομοτηναίος υπολοχαγός, μάλλον έφεδρος Παπαχατζής, με παχύ μουστάκι, φορώντας την κοινή στολή εκστρατείας. Τότε δεν φορούσαν οι στρατιωτικοί φόρμες, ήταν άγνωστες στην Ελλάδα. Τον έχω και φωτογραφία στο τραπέζι του με μια πολύ ώμορφη και περιποιημένη γυναίκα. Την επομένη μάθαμε ότι ο Παπαχατζής σκοτώθηκε από νάρκη. Τον έκλαψε όλη η Κομοτηνή και στην πάνδημη κηδεία του ήταν αρκετοί εκείνοι που συνεδίασαν τον θάνατό του με την διασκέδασή του το προηγούμενο βράδυ.
Υπήρχαν μαγαζιά για κάθε. Επάνω στην ξύλινη γέφυρα του ΠΙΚΠΑ ήταν η πρόχειρης κατασκευής ξύλινη επίσης, ταβέρνα-ουζοπωλείο του Βοϊκογλου που ήταν κοινώς γνωστός με το παρατσούκλι Ισμπουούκς με ωραίους μεζέδες (αμελέτητα, συκώτι κλπ), ενώ στη στροφή του Μπουκλουτζά, εκεί στη γωνία της οδού Μακκαβαίων (νυν Μιχ. Καραολή - Ανδρέα Δημητρίου) ήταν ο Παλιόκοσμος.
Στην κεντρική πλατεία, στο δεξιό μέρος καθ' οδόν προς το νοσοκομείο ήταν ένα άλλο κέντρο με ορχήστρα με την ονομασία Σεϊτάν, που αν δεν κάνω λάθος στην τουρκική σημαίνει διάβολος, το οποίο ήταν, όπως άκουγα, καφωδείο και εθεωρείτο κακόφημο. Όσον αφορά την Λέσχη Κομοτηναίων, δεν θυμάμαι την περίοδο αυτή να είχαν πάει ποτέ οι γονείς μου. Όμως, πριν διανοιγεί ο υφιστάμενος δρόμος μπροστά από την μητρόπολη, με γκρέμισμα μέρους του βυζαντινού τείχους, θυμάμαι ότι, ακριβώς στο μέρος που γκρεμίστηκε, ήταν η αυλή της Λέσχης που ήταν καγκελόφρακτη και στο τείχος υπήρχε μια σκεπασμένη εξέδρα για ορχήστρα και κάπου προς το μέσον της αυλής μια τσιμεντένια στρογγυλή πίστα, Αυτά υποδηλώνουν ότι και εκεί θα γινόταν γλέντια, αλλά εμείς δεν θυμάμαι να είχαμε πάει ποτέ.
Εκτός , όμως, από τις ταβέρνες ο κόσμος διασκέδαζε και στους κινηματογράφους. Υπήρχαν δύο, του ίδιου επιχειρηματία, του μυλωνά Μιχάλη Καραγιάννη, με την ονομασία Αττικόν. Ένας χειμερινός και ένας θερινός. Οι κινηματογράφοι αυτοί ήταν ΄για την ακρίβεια κινηματοθέατρα γιατί διέθεταν και θεατρική σκηνή, στην οποία ήταν το πανί της προβολής ων ταινιών. Ο χειμερινός ήταν σε ένα στενάκι κάθετο στην οδό Βενιζέλου, δίπλα στα κτίρια και τις εγκαταστάσεις της υπηρεσίας του τότε του δημοτικού ηλεκτροφωτισμού, και είχε ξύλινα καθίσματα. Ο θερινός ήταν πίσω από το ξενοδοχείο Αστόρια της κεντρικής πλατείας, με γαρμπίλη στο έδαφος και για καθίσματα είχε ξύλινους καναπέδες με μικρά ξύλινα πηχάκια στο κάτω μέρος, χωρίς να ξεχωρίζουν οι θέσεις των θεατών.
Η οδός Βενιζέλου ήταν ο κεντρικός δρόμος όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα καταστήματα και γινόταν η βόλτα του κόσμου τον χειμώνα, και προς το τέλος της, προς το κωδωνοστάσιο του μητροπολιτικού ναού ήταν , στις δύο γωνίες των οδών Βενιζέλου και Φωκίωνος τα ζαχαροπλαστεία του Βασδέκη και του Χατζημάνου. Το πρώτο εθεωρείτο πολύ κυριλέ και τα δύο δε είχαν τραπεζοκαθίσματα πολλά, όπου, κυρίως τα βράδια των Κυριακών, ήταν γεμάτα από κόσμο.
Το καλοκαίρι η όλτα μεταφερόταν στο ωραίο πάρκο της πόλης. Όλες, βέβαια, οι διασκεδάσεις γινόνουσαν όταν δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας ούτε οι σειρήνες που ήταν στο υδραγωγείο που υπήρχε εντός του πάρκου και στην Παναγία δεν ηχούσαν συναγερμό, οπότε άδειαζαν αυτοστιγμί τα πάντα
ε) Οι παρελάσεις
Η κατάθεση στεφάνων στη μνήμη των πεσόντων προς στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους, γινόταν στο Ηρώον του λεγόμενου μικρού πάρκου απέναντι από το γυμνάσιο αρρένων, στο παρκάκι που είναι τώρα η Περιφέρεια. Άλλωστε, αυτό ήταν και το μοναδικό τότε Ηρώον της πόλης. Ενώ καιγόταν λιβάνι σε κράνος επάνω ε τρίποδα όπλων, ο Δεσπότης Βασίλειος, φορώντας όλα τα άμφιά του με την κορώνα ανέπεμπε τις σχετικές δεήσεις του τρισάγιου ενώ έψελναν οι ψάλτες της μητρόπολης ο Μιχαλάκης (δεξιός) και ο Παναγιώτης Σταυρίδης (αριστερός). Μετά το πέρας της κατάθεσης στεφάνων, κάποιος ομιλητής , συνήθως δάσκαλος εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας. Η δοξολογία για την επέτειο, μάλλον της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν στον ημιτελή τότε ναό της Αγίας Σοφία η δε παρέλαση , γινόταν εκεί στο μικρό πάρκο, με όλους τους επισήμους παρατεταγμένους στο πεζοδρόμιο, χωρίς εξέδρα, οι δε παρελαύνοντες έρχονταν από τη μεριά του σταδίου. Η παρέλαση της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821, γινόταν στην κεντρική πλατεία, όπου και στηνόταν εξέδρα για τους επισήμους. Πριν από την πλατεία, στο ύψος του σημερινού φαρμακείου Χαλιγιάννη, στηνόταν μια ξύλινη αψίδα με επιγραφές ¨Ζήτω το έθνος>> <<Ζήτω η 25η Μαρτίου>>, οι δε παρελαύνοντες έρχονταν από τη μεριά της οδού Βενιζέλου. Ο μητροπολίτης Βασίλειος για ενθάρρυνση του πληθυσμού φορούσε τα άμφιά του. Στους επισήμους ήταν οι υπουργοί Παπαδήμος και Μαρινάκις, οι Βουλευτές Σπ.Σγουρόγλου, Φεχμί Οτμανλί και Οσμάν Ουστενέρ, ο Γενικός Διοικητής, Ο Γενικό Γραμματέας της Γενικής Διοίκησης Ζάχος Ξηροτήρης, ο Νομάρχης Κοντόπουλος, ο Δήμαρχος Δημ. Μπλέτσας, ο Ανώτερος Διοικητής της Χωροφυλακής ο Διοικητής των στρατιωτικών μονάδων,ο Μουφτής, οι Διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών, οι Πρόεδροι των Επιμελητηρίων, οι Επιθεωρητές στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης κ.α., επαιάνιζε δε εμβατήρια η μπάντα του Δήμου που παρήλαυνε πρώτη μετά τη ιστορική σημαία της πόλης την οποία έφερε ένας δημοτικός υπάλληλος. Πρώτα παρήλαυναν ΄τα έξι δημοτικά σχολεία της πόλης , το πρώτο της Παναγία, το δεύτερο του Αρμενιού, όπως λ΄ςγαμε την συνοικία όπου ήταν το κτίριό του, μετά τα συστεγαζόμενα τρίτο και τέταρτου της Ρέμβης σταθμού, ακολουθούσε το πέμπτο του Αγίου Γεωργίου και τέλος ερχόταν το έκτο των στρατώνων. Στην παρέλαση συμμετείχαν οι μαθητές και τις τελευταίας και της προτελευταίας τάξης (πέμπτης και έκτης). Ακολουθούσαν τα μουσουλμανικά δημοτικά σχολεία με τους μουσουλμάνους δασκάλους, που συνόδευαν τα παιδιά, να προσπαθούν να τους δίνουν τον βηματισμό φωνάζοντας ρυθμικά ΄΄σολ΄΄ ΄΄σα΄΄ δηλ. δεξί κι αριστερό. Ακολουθούσε το Γυμνάσιο Θηλέων, οι δύο τελευταίες τάξεις, με τις μαθήτριες να φορούν τις γαλάζιες ποδιές τους και να τις συνοδεύει η κέρβερος γυμνάστρια Πηγή Παπαδοπούλου, παρακολουθώντας από κοντά πια δεν είχε τον πρέποντα βηματισμό. Στη συνέχεια έρχονταν οι δύο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου Αρρένων με τους μαθητές να φορούν απαραιτήτως τα μαθητικά καπέλα με την κουκουβάγια και ακολουθούσε η Εμπορική Σχολή, που είχε λίγους μαθητές γιατί εθεωρείτο ως κατώτερης αξίας από το γυμνάσιο, στην οποία, κατά κανόνα, φοιτούσαν μαθητές που είχαν αποτύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου. Η μαθητική παρέλαση έκλεινε με τους μουσουλμάνους σπουδαστές χοτζάδες του Ιεροδιδασκαλείου <<Χαϊριέ >>που παρήλαυναν με τα φρεσκοσιδερωμένα φέσια τους. Ακολουθούσαν τα μικρά λυκόπουλα και η πρόσκοποι και στην συνέχεια ερχόταν η σειρά του στρατού. Προπορευόταν ένα τζιπ με τρεις αξιωματικούς με τα περίστροφα και τα κράνη τους, οι οποίοι κατέβαιναν από αυτό όταν έφθανε στους επισήμους και με βηματισμό κατευθύνονταν στις θέσεις τους που σημειώνονταν με ασβεστωμένους κύκλους απέναντι από την εξέδρα των επισήμων. Παρήλαυναν ακολούθως οι διάφορες μονάδες με τα φανταράκια ντυμένα στο ερέας χακί και τους χακί μπερέδες τους, μετά έρχονταν οι ¨ΜΑΪδες¨όπως τους λέγαμε, των Μονάδων (Μ) Ασφαλείας (Α) Υπαίθρου (Υ) που ήταν κάτοικοι της πόλεως και παρήλαυναν με πολιτικά ρούχα αλλά φορούσαν στρατιωτικό μπερέ και έφεραν όπλα και μετά από αυτούς έρχονταν τα τότε μηχανοκίνητα, τα τάνκς, όπως λέγαμε, κάτι μικρούλια ερπυστριωφόρα με ένα μικρό κανονάκι , οχήματα ντόϋς 3/4 με όλμους και ναρκαλιευτές. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τις παρελάσεις ήταν πάρα πολύς, σχεδόν όλη η πόλη, οι χανούμισσες κι οι μουσουλμάνοι έρχονταν κι αυτοί να θαυμάσουν τα παιδιά τους, μετά δε το τέλος της παρέλασης όλοι έκαναν βόλτα στην πλατεία και την οδό Βενιζέλου, όταν υπήρχε λιακάδα, πριν πάνε στα σπίτια τους.
στ) Το 1ο Δημοτικό Σχολείο
Το σχολείο μου, το 1ο Δημοτικό στεγαζόταν στην κατοικία του μεγάλου ευεργέτη της Κομοτηνής Νέστορα Τσανακλή, ο οποίος είχε ανεγείρει δίπλα στον Μπουκλουτζά ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με ωραία αρχιτεκτονικό σχέδιο με προορισμό τη λειτουργία της Τσανάκλειας Σχολής για παιδαγωγούς και δασκάλους. Από την απελευθέρωση , όμως, της Κομοτηνής και μετά στην Τσανάκλειο στεγαζόταν αρχικά υπηρεσίες της Γενικής Διοίκησης και της Νομαρχίας, μετά δε την κατάργηση των Γενικών Διοικήσεων στεγαζόταν μόνον η Νομαρχία και μετά την εγκατάστασή της στο ανεγερθέν επί δικτατορίας νέο νομαρχιακό κτίριο και την ίδρυση το 1973 του Πανεπιστημίου Θράκης στεγάσθηκε στην Τσανάκλειο η πρυτανεία του πανεπιστημίου. Η κατοικία του Τσανακλή, όπου ήταν το σχολείο μας είχε πρόσοψη και κύρια είσοδο επί της οδού Βενιζέλου. επί της οποίας είχε μιαν μικρή αυλή με ωραία υψηλά κάγκελα και μια υπέροχη σιδερένια πόρτα, η οποία, όμως, όλα τα χρόνια ήταν κλειδαμπαρωμένη. Δίπλα σ΄αυτήν, επί της οδού Βενιζέλου ήταν το κωδωνοτάσιο του μητροπολιτικού ναού με την είσοδο ενός διαδρόμου που οδηγούσε στον ναό. Τώρα η είσοδος έχει κλείσει κι έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσι- προσκυνητάρι. Η συγκέντρωση των μαθητών και ο προαυλισμός γινόταν στη μεγάλη αυλή του ναού¨μεταξύ της εκκλησίας και του βυζαντινού τείχους του ¨καλέ>>. Εκεί γινόταν η πρωινή συγκέντρωση και η προσευχή, εκεί τα διαλείμματα, εκεί και οι επιδείξεις. Η αυλή της εκκλησίας είχε αραιά μεγάλα ελαιόδενδρα και ήταν στρωμένη με τσιμέντο. Η είσοδος στο κτίριο του σχολείου γινόταν από μία πόρτα που είχαν ανοίξει στο βυζαντινό τείχος και με ένα μικρού ανοίγματος διάδρομο με σκάλες ανεβαίναμε στο σχολείο. Κατά την άνοδό μας όλος ο διάδρομος της σκάλας μύριζε διότι εκεί ήταν και τα αποχωρητήρια. Το σχολείο είχε τέσσερα μεγάλα δωμάτια όπου ήταν τοποθετημένα τα θρανία, ο μαυροπίνακας και η έδρα του δάσκαλου, ενώ, προφανώς, το σαλόνι του σπιτιού είχε χωρισθεί σε δύο αίθουσες με ξύλινα χρίσματα, το δε γραφείο των δασκάλων ήταν στην κουζίνα, δίπλα στην σκάλα ανόδου. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Συμεωνίδης ο ¨ντέντες¨ όπως τον λέγαμε, ο οποίος για σωφρονισμό χτυπούσε μπατσάκια στα μάγουλα ή με την βέργα στο χέρι αλλά και στην πλάτη. Στις πρώτες τρεις πρώτες τάξεις δασκάλα μας ήταν η Σουζάνα Διαμαντοπούλου, μητέρα ενός συμμαθητή μας του Αλέκου. Η κυρία Σουζάνα ήταν αρκετά νέα και προσπαθούσε πολύ για μας. Αλλά ίσως δεν είχε μεταδοτικότητα. Μετά μας παρέλαβε ατη τετάρτη και πέμπτη τάξη η πολύ γνωστή τότε στην Κομοτηνή Καλλιτροπία Δαγλέρη, Σαραντακκλησιώτισσα από την Ανατολική Θράκη. Καίτοι μεγάλης ηλικίας ή έτσι μας φαινόταν σε σχέση με την κυρία Σουζάνα, γιατί δεν πρόσεχε καθόλου την εμφάνισή της και είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και όχι Παιδαγωγική Ακαδημία ήταν πολύ ορεξάτη και θεωρείτο ιδιαιτέρως καλή στα μαθηματικά. Η Καλλιτροπία ήθελε τα παιδιά να μάθουν γράμματα κι έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον. Ήξερε για τον κάθε μαθητή πούθε κρατάει η σκούφια του τι δουλειά κάνει ο πατέρα του, που μένει όλες τις λεπτομέρειες. Ένας συμμαθητής μας ,ο Μανώλης Παπαθεοδώρου, έμενε στην οδό Ηροδότου, κοντά στο σχολείο, στην απέναντι από αυτό πλευρά του Μπουκλουτζά κι όλο έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς στα νερά του χειμάρρου. Η Καλλιτροπία που το ήξερε τον προέτρεπε να σταματήσει να παίζει εκεί γιατί θα κρυολογήσει και θα πάθει πλευρίτιδα και τον φώναζε ¨βρε ντερετζή¨ δεν σου λέω να μην παίζεις στο ποτάμι; ¨ντερετζής¨ είναι, στα τούρκικα, αυτός που ζει στο ποτάμι. Τελικά, δεν είχε άδικο η Καλλιτροπια κι ο Παπαθεοδώρου πέθανε όντας μαθητής από πλευρίτιδα, όπως είπαν. Η Καλλιτροπία την οποία όλοι οι μαθητές του σχολείου, μικροί μεγάλοι, φοβόμασταν γιατί είχε μια πολύ δυνατή φωνή. είχε τον δικό της τρόπο διδασκαλίας και δεν τηρούσε καθόλου το ωρολόγιο πρόγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μέρα και τις πέντε ώρες μαθήματος κάναμε συνεχώς μαθηματικά κι όχι τα άλλα μαθήματα που προέβλεπε το πρόγραμμα. Κανείς δεν της έλεγε τίποτε γιατί και ο διευθυντής ήξερε ότι ήταν πολύ καλή δασκάλα. Πολλές φορές δεν κάναμε διάλειμμα και συνέχιζε τ μάθημα, μόλις, όμως, καταλάβαινε ότι κουραστήκαμε, έλεγε σε μένα ¨΄Αντε Σγουρή¨πιάσε ένα τραγούδι τώρα για να ξεκουραστούμε¨κι αμέσως άρχιζα να τραγουδώ και με ακολουθούσε όλη η τάξη κι αυτό ήταν αντί διαλείμματος. Ήμασταν στην πέμπτη τάξη θυμάμαι και μα μέρα σήκωσε ένα συμμαθητή στον πίνακα ,τον Κώστα Χατζόπουλο από τους Υφαντές, και τον έβαλε να γράψει και να πει τη αλφαβήτα που είχαμε, βέβαια μάθει στην πρώτη τάξη.΄Όταν έγραψε το ωμέγα, το διαβάζει ¨ωμεα¨. Ωμέγα του λέγει, εκείνος πάλι το ίδιο. Κατεβαίνει από την έδρα, κάτι που έκανε σπάνια, τον πλησιάζει και του λέγει ¨ωμέγα¨. Αυτός πάλι το ίδιο. Τότε τον πιάνει από τα μαλλιά και του χτυπάει το κεφάλι στον πίνακα λέγοντας ¨ωμέγα¨ Αυτό διήρκεσε όλη την ώρα τελικά, όμως, ο μαθητής είπε ωμέγα τρεις τέσσερις φορές και εμείς χειροκροτήσαμε. Τόσο ήταν το πείσμα της, αλλά τελικά τα κατάφερε. Η δασκάλα μας αυτή είχε και πολύ καλή φωνή και μας μάθαινε πολλά τραγούδια, ενώ παράλληλα μας μάθαινε διάφορα σκετς για τις επιδείξεις που γινόταν στο τέλος του χρόνου. Τότε οι μαθητές της πέμπτης και της έκτης τάξεις τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο δίναμε γραπτές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα. Το 1950 είχα σπάσει το δεξί μου χέρι και ο γιατρός μου το έβαλε σε γύψο και όταν ήρθε ο Ιούνιος κι ήταν να δώσω το διαγώνισμα του δευτέρου εξαμήνου, ο πατέρας μου παρακάλεσε τον Διευθυντή Συμεωνίδη να το δώσω τον Σεπτέμβριο αφού θα ήταν τότε καλά το χέρι μου. Δυστυχώς, όμως, ο Συμεωνίδης δεν το δέχθηκε και είχε δίκιο βέβαια διότι η νομοθεσία δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο, είπε δε ότι θα έμενα στην ίδια τάξη αν δεν έδινα διαγώνισμα. Έτσι έγραψα διαγωνισμούς με το αριστερό χέρι. Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, αλλά η Καλλιτροπία με άφηνε και μετά το δίωρο, που ήταν ο χρόνος, να γράφω, με ανοιχτή την πόρτα της αίθουσας, προφανώς για να μη παρεξηγηθεί ότι με βοηθούσε. Αλλά από δεύτερο ή τρίτο μάθημα, το γράψιμο μου έγινε πιο γρήγορο με συνέπεια να τελειώνω νωρίτερα από τους τελευταίους και λιγότερο διαβασμένους μαθητές κι η Καλλιτροπία είπε ¨Άντε αφού τέλειωσε κι ο κουλός ο Σγουρής δώστε και σεις τα γραπτά σας¨. Άλλος δάσκαλος στο σχολείο αλλά που δεν μας έκανε μάθημα ήταν ο κύριος Κιτρινάκης, ένας λεπτός και πολύ ευγενής μελαχροινός κύριος. Αλλά όλοι λέγανε ότι ¨αφού έχετε δασκάλα την Καλλιτροπία θα μάθετε γράμματα¨ Είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο διδασκαλίας που ήθελες δεν ήθελες μάθαινες γράμματα. Τη χρονιά που έγραφα με το αριστερό χέρι
μεταξύ των μαθημάτων που γράφαμε εξετάσεις ήταν και η ιχνογραφία. Είχαν βάλει ένα βάζο στο παράθυρο που φωτιζόταν από τον ήλιο κι έπεφτε η σκιά του προς το εσωτερικό της τάξης. Πως να το ζωγραφίσεις με το αριστερό χέρι όμως; Επειδή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ήρθε ο κύριος Κιτρινάκης και του έλεγα εγώ πως να χαράξει τις γραμμές για να γίνει το βάζο. Θυμάμαι ότι για το που θα πέσει η σκιά με ρώτησε κι εγώ του είπα ότι αφού το φως του ήλιου πέφτει προς το εσωτερικό της τάξης την αυτή φορά πρέπει να έχει και η σκιά του βάζου και ικανοποιήθηκε.
Στην αρχή της οδού Φιλικής Εταιρείας, απέναντι από την κεντρική γέφυρα του Μπουκλουτζά με τους σιδερένιους προστατευτικούς σωλήνωνες που ήταν κυβολιθόστρωτη , κεντρικό σημείο συνάντησης με το περίπτερο του Τζώνη στην μία άκρη της, υπήρχε η ταβέρνα με την ονομασία Λαβύρινθος του Πέτρου Κρικζώνη που ήταν ξακουστή για το περίφημο ντονέρ που έψηνε φορώντας άσπρο σκούφο και ποδιά ο κυρ Πέτρος που την λειτουργούσε με την οικογένειά του, με καταγωγή όλων τους από το χωριό Ρεντίνα της Στερεάς Ελλάδας. Τα μεσημέρια ο Λαβύρινθος λειτουργούσε ως εστιατόριο. Η ταβέρνα προφανώς ονομάσθηκε Λαβύρινθος λόγω του οφιοειδούς σχήματος του καταστήματος. Η ταβέρνα που θεωρείτο, με τα σημερινά δεδομένα, ως κοσμική, διέθετε ζωντανή ορχήστρα με την καθηγήτρια μουσικής Χατζέα στο πιάνο και τον δεξιό ψάλτη του μητροπολιτικού ναού Μιχαλάκη Καζακόπουλο, κάπως έτσι ήταν το επώνυμό του και με αυτό έγινε γνωστή ως τραγουδίστρια στη δεκαετία του 1950 η κόρη του, στο βιολί και το τραγούδι . Ο Μιχαλάκης είχε εξαιρετική φωνή και τραγουδούσε υπέροχα, κι έκανε δε με το στόμα του κελαϊδίσματα πουλιών και αποσπούσε το χειροκρότημα των θαμώνων. Μπροστά από την ορχήστρα υπήρχε μικρός ελεύθερος χώρος όπου χόρευαν.Ο Λαβύρινθος ήταν το κοσμικό θα έλεγα στέκι της μεσαίας τάξης των αστών της πόλης (γιατρών, δικηγόρων, αξιωματικών, τμηματαρχών και διευθυντών δημοσίων υπηρεσιών, εμπόρων επαγγελματιών). Το κέφι ήταν πηγαίο και έντονο, ιδίως την περίοδο της αποκριάς γινόταν το σώσε αδιαχώρητο. Ο φωτογράφος, ένας εκ των αδελφών Βάττη, τραβούσε συνέχεια φωτογραφίες τις παρέες. Θυμάμαι ότι μία φορά ο Μιχαλάκης που με παρακολούθησε, πιτσιρικά 7-8 χρονών να σιγανοτραγουδώ μαζί του, με φώναξε και μ' έβαλε και τραγούδησα το Είσαι μικρούλα Ελλαδίτσα. Η αβεβαιότητα για το αύριο έκανε τους ανθρώπους να το ρίχνουν έξω. Ένα βράδυ στην γεμάτη ταβέρνα ήταν και ο Κομοτηναίος υπολοχαγός, μάλλον έφεδρος Παπαχατζής, με παχύ μουστάκι, φορώντας την κοινή στολή εκστρατείας. Τότε δεν φορούσαν οι στρατιωτικοί φόρμες, ήταν άγνωστες στην Ελλάδα. Τον έχω και φωτογραφία στο τραπέζι του με μια πολύ ώμορφη και περιποιημένη γυναίκα. Την επομένη μάθαμε ότι ο Παπαχατζής σκοτώθηκε από νάρκη. Τον έκλαψε όλη η Κομοτηνή και στην πάνδημη κηδεία του ήταν αρκετοί εκείνοι που συνεδίασαν τον θάνατό του με την διασκέδασή του το προηγούμενο βράδυ.
Υπήρχαν μαγαζιά για κάθε. Επάνω στην ξύλινη γέφυρα του ΠΙΚΠΑ ήταν η πρόχειρης κατασκευής ξύλινη επίσης, ταβέρνα-ουζοπωλείο του Βοϊκογλου που ήταν κοινώς γνωστός με το παρατσούκλι Ισμπουούκς με ωραίους μεζέδες (αμελέτητα, συκώτι κλπ), ενώ στη στροφή του Μπουκλουτζά, εκεί στη γωνία της οδού Μακκαβαίων (νυν Μιχ. Καραολή - Ανδρέα Δημητρίου) ήταν ο Παλιόκοσμος.
Στην κεντρική πλατεία, στο δεξιό μέρος καθ' οδόν προς το νοσοκομείο ήταν ένα άλλο κέντρο με ορχήστρα με την ονομασία Σεϊτάν, που αν δεν κάνω λάθος στην τουρκική σημαίνει διάβολος, το οποίο ήταν, όπως άκουγα, καφωδείο και εθεωρείτο κακόφημο. Όσον αφορά την Λέσχη Κομοτηναίων, δεν θυμάμαι την περίοδο αυτή να είχαν πάει ποτέ οι γονείς μου. Όμως, πριν διανοιγεί ο υφιστάμενος δρόμος μπροστά από την μητρόπολη, με γκρέμισμα μέρους του βυζαντινού τείχους, θυμάμαι ότι, ακριβώς στο μέρος που γκρεμίστηκε, ήταν η αυλή της Λέσχης που ήταν καγκελόφρακτη και στο τείχος υπήρχε μια σκεπασμένη εξέδρα για ορχήστρα και κάπου προς το μέσον της αυλής μια τσιμεντένια στρογγυλή πίστα, Αυτά υποδηλώνουν ότι και εκεί θα γινόταν γλέντια, αλλά εμείς δεν θυμάμαι να είχαμε πάει ποτέ.
Εκτός , όμως, από τις ταβέρνες ο κόσμος διασκέδαζε και στους κινηματογράφους. Υπήρχαν δύο, του ίδιου επιχειρηματία, του μυλωνά Μιχάλη Καραγιάννη, με την ονομασία Αττικόν. Ένας χειμερινός και ένας θερινός. Οι κινηματογράφοι αυτοί ήταν ΄για την ακρίβεια κινηματοθέατρα γιατί διέθεταν και θεατρική σκηνή, στην οποία ήταν το πανί της προβολής ων ταινιών. Ο χειμερινός ήταν σε ένα στενάκι κάθετο στην οδό Βενιζέλου, δίπλα στα κτίρια και τις εγκαταστάσεις της υπηρεσίας του τότε του δημοτικού ηλεκτροφωτισμού, και είχε ξύλινα καθίσματα. Ο θερινός ήταν πίσω από το ξενοδοχείο Αστόρια της κεντρικής πλατείας, με γαρμπίλη στο έδαφος και για καθίσματα είχε ξύλινους καναπέδες με μικρά ξύλινα πηχάκια στο κάτω μέρος, χωρίς να ξεχωρίζουν οι θέσεις των θεατών.
Η οδός Βενιζέλου ήταν ο κεντρικός δρόμος όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα καταστήματα και γινόταν η βόλτα του κόσμου τον χειμώνα, και προς το τέλος της, προς το κωδωνοστάσιο του μητροπολιτικού ναού ήταν , στις δύο γωνίες των οδών Βενιζέλου και Φωκίωνος τα ζαχαροπλαστεία του Βασδέκη και του Χατζημάνου. Το πρώτο εθεωρείτο πολύ κυριλέ και τα δύο δε είχαν τραπεζοκαθίσματα πολλά, όπου, κυρίως τα βράδια των Κυριακών, ήταν γεμάτα από κόσμο.
Το καλοκαίρι η όλτα μεταφερόταν στο ωραίο πάρκο της πόλης. Όλες, βέβαια, οι διασκεδάσεις γινόνουσαν όταν δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας ούτε οι σειρήνες που ήταν στο υδραγωγείο που υπήρχε εντός του πάρκου και στην Παναγία δεν ηχούσαν συναγερμό, οπότε άδειαζαν αυτοστιγμί τα πάντα
ε) Οι παρελάσεις
Η κατάθεση στεφάνων στη μνήμη των πεσόντων προς στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους, γινόταν στο Ηρώον του λεγόμενου μικρού πάρκου απέναντι από το γυμνάσιο αρρένων, στο παρκάκι που είναι τώρα η Περιφέρεια. Άλλωστε, αυτό ήταν και το μοναδικό τότε Ηρώον της πόλης. Ενώ καιγόταν λιβάνι σε κράνος επάνω ε τρίποδα όπλων, ο Δεσπότης Βασίλειος, φορώντας όλα τα άμφιά του με την κορώνα ανέπεμπε τις σχετικές δεήσεις του τρισάγιου ενώ έψελναν οι ψάλτες της μητρόπολης ο Μιχαλάκης (δεξιός) και ο Παναγιώτης Σταυρίδης (αριστερός). Μετά το πέρας της κατάθεσης στεφάνων, κάποιος ομιλητής , συνήθως δάσκαλος εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας. Η δοξολογία για την επέτειο, μάλλον της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν στον ημιτελή τότε ναό της Αγίας Σοφία η δε παρέλαση , γινόταν εκεί στο μικρό πάρκο, με όλους τους επισήμους παρατεταγμένους στο πεζοδρόμιο, χωρίς εξέδρα, οι δε παρελαύνοντες έρχονταν από τη μεριά του σταδίου. Η παρέλαση της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821, γινόταν στην κεντρική πλατεία, όπου και στηνόταν εξέδρα για τους επισήμους. Πριν από την πλατεία, στο ύψος του σημερινού φαρμακείου Χαλιγιάννη, στηνόταν μια ξύλινη αψίδα με επιγραφές ¨Ζήτω το έθνος>> <<Ζήτω η 25η Μαρτίου>>, οι δε παρελαύνοντες έρχονταν από τη μεριά της οδού Βενιζέλου. Ο μητροπολίτης Βασίλειος για ενθάρρυνση του πληθυσμού φορούσε τα άμφιά του. Στους επισήμους ήταν οι υπουργοί Παπαδήμος και Μαρινάκις, οι Βουλευτές Σπ.Σγουρόγλου, Φεχμί Οτμανλί και Οσμάν Ουστενέρ, ο Γενικός Διοικητής, Ο Γενικό Γραμματέας της Γενικής Διοίκησης Ζάχος Ξηροτήρης, ο Νομάρχης Κοντόπουλος, ο Δήμαρχος Δημ. Μπλέτσας, ο Ανώτερος Διοικητής της Χωροφυλακής ο Διοικητής των στρατιωτικών μονάδων,ο Μουφτής, οι Διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών, οι Πρόεδροι των Επιμελητηρίων, οι Επιθεωρητές στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης κ.α., επαιάνιζε δε εμβατήρια η μπάντα του Δήμου που παρήλαυνε πρώτη μετά τη ιστορική σημαία της πόλης την οποία έφερε ένας δημοτικός υπάλληλος. Πρώτα παρήλαυναν ΄τα έξι δημοτικά σχολεία της πόλης , το πρώτο της Παναγία, το δεύτερο του Αρμενιού, όπως λ΄ςγαμε την συνοικία όπου ήταν το κτίριό του, μετά τα συστεγαζόμενα τρίτο και τέταρτου της Ρέμβης σταθμού, ακολουθούσε το πέμπτο του Αγίου Γεωργίου και τέλος ερχόταν το έκτο των στρατώνων. Στην παρέλαση συμμετείχαν οι μαθητές και τις τελευταίας και της προτελευταίας τάξης (πέμπτης και έκτης). Ακολουθούσαν τα μουσουλμανικά δημοτικά σχολεία με τους μουσουλμάνους δασκάλους, που συνόδευαν τα παιδιά, να προσπαθούν να τους δίνουν τον βηματισμό φωνάζοντας ρυθμικά ΄΄σολ΄΄ ΄΄σα΄΄ δηλ. δεξί κι αριστερό. Ακολουθούσε το Γυμνάσιο Θηλέων, οι δύο τελευταίες τάξεις, με τις μαθήτριες να φορούν τις γαλάζιες ποδιές τους και να τις συνοδεύει η κέρβερος γυμνάστρια Πηγή Παπαδοπούλου, παρακολουθώντας από κοντά πια δεν είχε τον πρέποντα βηματισμό. Στη συνέχεια έρχονταν οι δύο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου Αρρένων με τους μαθητές να φορούν απαραιτήτως τα μαθητικά καπέλα με την κουκουβάγια και ακολουθούσε η Εμπορική Σχολή, που είχε λίγους μαθητές γιατί εθεωρείτο ως κατώτερης αξίας από το γυμνάσιο, στην οποία, κατά κανόνα, φοιτούσαν μαθητές που είχαν αποτύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου. Η μαθητική παρέλαση έκλεινε με τους μουσουλμάνους σπουδαστές χοτζάδες του Ιεροδιδασκαλείου <<Χαϊριέ >>που παρήλαυναν με τα φρεσκοσιδερωμένα φέσια τους. Ακολουθούσαν τα μικρά λυκόπουλα και η πρόσκοποι και στην συνέχεια ερχόταν η σειρά του στρατού. Προπορευόταν ένα τζιπ με τρεις αξιωματικούς με τα περίστροφα και τα κράνη τους, οι οποίοι κατέβαιναν από αυτό όταν έφθανε στους επισήμους και με βηματισμό κατευθύνονταν στις θέσεις τους που σημειώνονταν με ασβεστωμένους κύκλους απέναντι από την εξέδρα των επισήμων. Παρήλαυναν ακολούθως οι διάφορες μονάδες με τα φανταράκια ντυμένα στο ερέας χακί και τους χακί μπερέδες τους, μετά έρχονταν οι ¨ΜΑΪδες¨όπως τους λέγαμε, των Μονάδων (Μ) Ασφαλείας (Α) Υπαίθρου (Υ) που ήταν κάτοικοι της πόλεως και παρήλαυναν με πολιτικά ρούχα αλλά φορούσαν στρατιωτικό μπερέ και έφεραν όπλα και μετά από αυτούς έρχονταν τα τότε μηχανοκίνητα, τα τάνκς, όπως λέγαμε, κάτι μικρούλια ερπυστριωφόρα με ένα μικρό κανονάκι , οχήματα ντόϋς 3/4 με όλμους και ναρκαλιευτές. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τις παρελάσεις ήταν πάρα πολύς, σχεδόν όλη η πόλη, οι χανούμισσες κι οι μουσουλμάνοι έρχονταν κι αυτοί να θαυμάσουν τα παιδιά τους, μετά δε το τέλος της παρέλασης όλοι έκαναν βόλτα στην πλατεία και την οδό Βενιζέλου, όταν υπήρχε λιακάδα, πριν πάνε στα σπίτια τους.
στ) Το 1ο Δημοτικό Σχολείο
Το σχολείο μου, το 1ο Δημοτικό στεγαζόταν στην κατοικία του μεγάλου ευεργέτη της Κομοτηνής Νέστορα Τσανακλή, ο οποίος είχε ανεγείρει δίπλα στον Μπουκλουτζά ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με ωραία αρχιτεκτονικό σχέδιο με προορισμό τη λειτουργία της Τσανάκλειας Σχολής για παιδαγωγούς και δασκάλους. Από την απελευθέρωση , όμως, της Κομοτηνής και μετά στην Τσανάκλειο στεγαζόταν αρχικά υπηρεσίες της Γενικής Διοίκησης και της Νομαρχίας, μετά δε την κατάργηση των Γενικών Διοικήσεων στεγαζόταν μόνον η Νομαρχία και μετά την εγκατάστασή της στο ανεγερθέν επί δικτατορίας νέο νομαρχιακό κτίριο και την ίδρυση το 1973 του Πανεπιστημίου Θράκης στεγάσθηκε στην Τσανάκλειο η πρυτανεία του πανεπιστημίου. Η κατοικία του Τσανακλή, όπου ήταν το σχολείο μας είχε πρόσοψη και κύρια είσοδο επί της οδού Βενιζέλου. επί της οποίας είχε μιαν μικρή αυλή με ωραία υψηλά κάγκελα και μια υπέροχη σιδερένια πόρτα, η οποία, όμως, όλα τα χρόνια ήταν κλειδαμπαρωμένη. Δίπλα σ΄αυτήν, επί της οδού Βενιζέλου ήταν το κωδωνοτάσιο του μητροπολιτικού ναού με την είσοδο ενός διαδρόμου που οδηγούσε στον ναό. Τώρα η είσοδος έχει κλείσει κι έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσι- προσκυνητάρι. Η συγκέντρωση των μαθητών και ο προαυλισμός γινόταν στη μεγάλη αυλή του ναού¨μεταξύ της εκκλησίας και του βυζαντινού τείχους του ¨καλέ>>. Εκεί γινόταν η πρωινή συγκέντρωση και η προσευχή, εκεί τα διαλείμματα, εκεί και οι επιδείξεις. Η αυλή της εκκλησίας είχε αραιά μεγάλα ελαιόδενδρα και ήταν στρωμένη με τσιμέντο. Η είσοδος στο κτίριο του σχολείου γινόταν από μία πόρτα που είχαν ανοίξει στο βυζαντινό τείχος και με ένα μικρού ανοίγματος διάδρομο με σκάλες ανεβαίναμε στο σχολείο. Κατά την άνοδό μας όλος ο διάδρομος της σκάλας μύριζε διότι εκεί ήταν και τα αποχωρητήρια. Το σχολείο είχε τέσσερα μεγάλα δωμάτια όπου ήταν τοποθετημένα τα θρανία, ο μαυροπίνακας και η έδρα του δάσκαλου, ενώ, προφανώς, το σαλόνι του σπιτιού είχε χωρισθεί σε δύο αίθουσες με ξύλινα χρίσματα, το δε γραφείο των δασκάλων ήταν στην κουζίνα, δίπλα στην σκάλα ανόδου. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Συμεωνίδης ο ¨ντέντες¨ όπως τον λέγαμε, ο οποίος για σωφρονισμό χτυπούσε μπατσάκια στα μάγουλα ή με την βέργα στο χέρι αλλά και στην πλάτη. Στις πρώτες τρεις πρώτες τάξεις δασκάλα μας ήταν η Σουζάνα Διαμαντοπούλου, μητέρα ενός συμμαθητή μας του Αλέκου. Η κυρία Σουζάνα ήταν αρκετά νέα και προσπαθούσε πολύ για μας. Αλλά ίσως δεν είχε μεταδοτικότητα. Μετά μας παρέλαβε ατη τετάρτη και πέμπτη τάξη η πολύ γνωστή τότε στην Κομοτηνή Καλλιτροπία Δαγλέρη, Σαραντακκλησιώτισσα από την Ανατολική Θράκη. Καίτοι μεγάλης ηλικίας ή έτσι μας φαινόταν σε σχέση με την κυρία Σουζάνα, γιατί δεν πρόσεχε καθόλου την εμφάνισή της και είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και όχι Παιδαγωγική Ακαδημία ήταν πολύ ορεξάτη και θεωρείτο ιδιαιτέρως καλή στα μαθηματικά. Η Καλλιτροπία ήθελε τα παιδιά να μάθουν γράμματα κι έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον. Ήξερε για τον κάθε μαθητή πούθε κρατάει η σκούφια του τι δουλειά κάνει ο πατέρα του, που μένει όλες τις λεπτομέρειες. Ένας συμμαθητής μας ,ο Μανώλης Παπαθεοδώρου, έμενε στην οδό Ηροδότου, κοντά στο σχολείο, στην απέναντι από αυτό πλευρά του Μπουκλουτζά κι όλο έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς στα νερά του χειμάρρου. Η Καλλιτροπία που το ήξερε τον προέτρεπε να σταματήσει να παίζει εκεί γιατί θα κρυολογήσει και θα πάθει πλευρίτιδα και τον φώναζε ¨βρε ντερετζή¨ δεν σου λέω να μην παίζεις στο ποτάμι; ¨ντερετζής¨ είναι, στα τούρκικα, αυτός που ζει στο ποτάμι. Τελικά, δεν είχε άδικο η Καλλιτροπια κι ο Παπαθεοδώρου πέθανε όντας μαθητής από πλευρίτιδα, όπως είπαν. Η Καλλιτροπία την οποία όλοι οι μαθητές του σχολείου, μικροί μεγάλοι, φοβόμασταν γιατί είχε μια πολύ δυνατή φωνή. είχε τον δικό της τρόπο διδασκαλίας και δεν τηρούσε καθόλου το ωρολόγιο πρόγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μέρα και τις πέντε ώρες μαθήματος κάναμε συνεχώς μαθηματικά κι όχι τα άλλα μαθήματα που προέβλεπε το πρόγραμμα. Κανείς δεν της έλεγε τίποτε γιατί και ο διευθυντής ήξερε ότι ήταν πολύ καλή δασκάλα. Πολλές φορές δεν κάναμε διάλειμμα και συνέχιζε τ μάθημα, μόλις, όμως, καταλάβαινε ότι κουραστήκαμε, έλεγε σε μένα ¨΄Αντε Σγουρή¨πιάσε ένα τραγούδι τώρα για να ξεκουραστούμε¨κι αμέσως άρχιζα να τραγουδώ και με ακολουθούσε όλη η τάξη κι αυτό ήταν αντί διαλείμματος. Ήμασταν στην πέμπτη τάξη θυμάμαι και μα μέρα σήκωσε ένα συμμαθητή στον πίνακα ,τον Κώστα Χατζόπουλο από τους Υφαντές, και τον έβαλε να γράψει και να πει τη αλφαβήτα που είχαμε, βέβαια μάθει στην πρώτη τάξη.΄Όταν έγραψε το ωμέγα, το διαβάζει ¨ωμεα¨. Ωμέγα του λέγει, εκείνος πάλι το ίδιο. Κατεβαίνει από την έδρα, κάτι που έκανε σπάνια, τον πλησιάζει και του λέγει ¨ωμέγα¨. Αυτός πάλι το ίδιο. Τότε τον πιάνει από τα μαλλιά και του χτυπάει το κεφάλι στον πίνακα λέγοντας ¨ωμέγα¨ Αυτό διήρκεσε όλη την ώρα τελικά, όμως, ο μαθητής είπε ωμέγα τρεις τέσσερις φορές και εμείς χειροκροτήσαμε. Τόσο ήταν το πείσμα της, αλλά τελικά τα κατάφερε. Η δασκάλα μας αυτή είχε και πολύ καλή φωνή και μας μάθαινε πολλά τραγούδια, ενώ παράλληλα μας μάθαινε διάφορα σκετς για τις επιδείξεις που γινόταν στο τέλος του χρόνου. Τότε οι μαθητές της πέμπτης και της έκτης τάξεις τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο δίναμε γραπτές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα. Το 1950 είχα σπάσει το δεξί μου χέρι και ο γιατρός μου το έβαλε σε γύψο και όταν ήρθε ο Ιούνιος κι ήταν να δώσω το διαγώνισμα του δευτέρου εξαμήνου, ο πατέρας μου παρακάλεσε τον Διευθυντή Συμεωνίδη να το δώσω τον Σεπτέμβριο αφού θα ήταν τότε καλά το χέρι μου. Δυστυχώς, όμως, ο Συμεωνίδης δεν το δέχθηκε και είχε δίκιο βέβαια διότι η νομοθεσία δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο, είπε δε ότι θα έμενα στην ίδια τάξη αν δεν έδινα διαγώνισμα. Έτσι έγραψα διαγωνισμούς με το αριστερό χέρι. Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, αλλά η Καλλιτροπία με άφηνε και μετά το δίωρο, που ήταν ο χρόνος, να γράφω, με ανοιχτή την πόρτα της αίθουσας, προφανώς για να μη παρεξηγηθεί ότι με βοηθούσε. Αλλά από δεύτερο ή τρίτο μάθημα, το γράψιμο μου έγινε πιο γρήγορο με συνέπεια να τελειώνω νωρίτερα από τους τελευταίους και λιγότερο διαβασμένους μαθητές κι η Καλλιτροπία είπε ¨Άντε αφού τέλειωσε κι ο κουλός ο Σγουρής δώστε και σεις τα γραπτά σας¨. Άλλος δάσκαλος στο σχολείο αλλά που δεν μας έκανε μάθημα ήταν ο κύριος Κιτρινάκης, ένας λεπτός και πολύ ευγενής μελαχροινός κύριος. Αλλά όλοι λέγανε ότι ¨αφού έχετε δασκάλα την Καλλιτροπία θα μάθετε γράμματα¨ Είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο διδασκαλίας που ήθελες δεν ήθελες μάθαινες γράμματα. Τη χρονιά που έγραφα με το αριστερό χέρι
μεταξύ των μαθημάτων που γράφαμε εξετάσεις ήταν και η ιχνογραφία. Είχαν βάλει ένα βάζο στο παράθυρο που φωτιζόταν από τον ήλιο κι έπεφτε η σκιά του προς το εσωτερικό της τάξης. Πως να το ζωγραφίσεις με το αριστερό χέρι όμως; Επειδή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ήρθε ο κύριος Κιτρινάκης και του έλεγα εγώ πως να χαράξει τις γραμμές για να γίνει το βάζο. Θυμάμαι ότι για το που θα πέσει η σκιά με ρώτησε κι εγώ του είπα ότι αφού το φως του ήλιου πέφτει προς το εσωτερικό της τάξης την αυτή φορά πρέπει να έχει και η σκιά του βάζου και ικανοποιήθηκε.