Η ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1945-1950
α) Οι Βουλευτές
Η πρωτεύουσα της Θράκης Κομοτηνή έχει
αρκετά μακρά ιστορία. Στο παρόν ιστολόγιο θα αναφερθούμε βασικά σε
ιστοριοπολιτικά της περιόδου από την απελευθέρωσή της μετά την δεύτερη
βουλγαρική κατοχή (1941-1944) μέχρι και την μεταπολίτευση. Αρχίζουμε από τις
βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946. Στις εκλογές αυτές ο νομός Ροδόπης,
ο οποίος αποτελούσε τότε μία εκλογική περιφέρεια με την περιφέρεια Ξάνθης,
εξέλεγε επτά (7) βουλευτές,βάσει δε της πληθυσμιακής αναλογίας της Ροδόπης και
της Ξάνθης και των δυσμενών, τότε συγκοινωνιακών μέσων (ελάχιστα δρομολόγια
λεωφορείων και τραίνων, ελάχιστα ταξί ανύπαρκτα Ι.Χ.Ε και μεγάλη δαπάνη για
περιοδείες και στις δύο περιοχές), οι υποψήφιοι έπαιρναν το σύνολο σχεδόν των
σταυρών προτίμησης από την περιφέρειά τους και ελάχιστους, συνήθως μη
υπερβαίνοντας τον διπλό αριθμό από την άλλη περιφέρεια. Έτσι παρά το ενιαίο της
εκλογικής περιφέρειας, στην ουσία εκλέγονταν τέσσερις (4) βουλευτές από την
Ροδόπη και τρεις (3) από την Ξάνθη Στις εκλογές αυτές εκλέχθηκαν βουλευτές από
μεν το τότε Λαϊκό κόμμα οι δικηγόροι Κομοτηνής Αντώνιος Παπαδήμος, ο οποίος στη
συνέχεια χρημάτισε και Υπουργός Παιδείας, Σπύρος Σγουρόγλου ,που είχε εκλεγεί
και το 1935 κι ο οποίος είχε πάρει τριψήφιο αριθμό σταυρών από την περιφέρεια
Ξάνθης διότι στο χωριό Πολύσιτος της Ξάνθης διέμεναν συγγενείς της γυναίκας
του, ο γιατρός Ξάνθης Χρήστος Κοψιδάς και ο δικηγόρος Θωμάς Διακουμόπουλος, ο
ράφτης Φεχμή Οτμανλί και από το κόμμα Φιλελευθερων ο δικηγόρος Κομοτηνής
Εμμανουήλ Μαρινάκις, ο οποίος μετέπειτα χρημάτισε δύο φορές Υπουργός Εμπορικής
Ναυτιλίας, στις κυβερνήσεις Σοφούλη και Παπάγου και ο Οσμάν Ουστενέρ. Η Βουλή
του 1946 διήρκεσε μέχρι τι 1950 κι έφερε το βάρος το εμφυλίου πολέμου. Από τους
χριστιανούς βουλευτές από την Ροδόπη, ενόψει της υπουργοποίησης των δύο, όλο
σχεδόν το βάρος του νομού έπεφτε στους ώμους του Σπύρου Σγουρόγλου, ο οποίος
έμενε οικογενειακώς στην Κομοτηνή, όταν δεν ήταν στη Βουλή. Έτσι
νοικιάζοντας ταξί, ο Σπύρος Σγουρόγλου, περιόδευε στα χωριά εμψυχώνοντας
τους κατοίκους των οποίων το πρώτο και κύριο αίτημα ήταν η ασφάλεια από
τους αντάρτες και η παρουσία ισχυρής στρατιωτικής δύναμης σ' αυτά, το οποίο, με
τον αγώνα που διεξήγε τότε το κράτος, ήταν αρκετά δύσκολο. Παρά ταύτα, ο
βουλευτής Σπύρος Σγουρόγλου, παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε πάσχοντας
από αποφρακτική αρτηρίτιδα με κίνδυνο γάγγραινας στο δεξί του πόδι λόγω
της μη αιματώσεώς του , κατάφερε να υπάρχουν στα μεγάλα χωριά στρατιωτικά
αποσπάσματα αλλά και να δοθούν όπλα σε ικανό αριθμό χωρικών για αυτοπροστασία.
Στο οικοδομικό τετράγωνο που ήταν το σπίτι στο οποίο με ενοίκιο έμενε, φρόντισε
και οπλίστηκαν ο ίδιος και οι γείτονές του, οι οποίοι τις νύχτες
περιπολούσαν κινούμενοι στις αυλές τους. Όμως, οι προσπάθειες ήταν πάρα
πολύ δύσκολες,όταν δε είχαν φθάσει στο απροχώρητο, έπεισε και τους άλλους δύο
βουλευτές να απειλήσουν ότι θα παραιτηθούν εάν δεν ενισχυθεί στρατιωτικά η
περιοχή της Ροδόπης. Η κίνηση αυτή, που δημοσιεύθηκε και στον τύπο, είχε
αποτελέσματα κι έτσι ο στρατός της περιοχής αναβαθμίσθηκε σε ταξιαρχία υπό τον
ταξίαρχο Αγραφιώτη, ενώ παράλληλα ήρθαν και μικρά θωρακισμένα που
παρέλασαν στην Κομοτηνή κι έτσι ανορθώθηκε το ηθικό των κατοίκων. Αυτό δεν του
το συγχώρησαν οι αντάρτες κι έτσι ένα από τα πολλά βράδια που είχαν μπει
στην Κομοτηνή πέταξαν στην αυλή του σπιτιού του μία εφημερίδα Ριζοσπάστη; που
την απηύθυναν στον μοναρχοφασίστα βουλευτή Σγουρόγλου; με μια χειροβομβίδα που
έσκασε, ευτυχώς χωρίς θύματα, γιατί ο ίδιος μεν περιπολών ένοπλος ήταν σε άλλο
σημείο, η δε οικογένειά του ήταν στο υπόγειο διπλανού σπιτιού. Ο ίδιος ως ο
μόνος βουλευτής που έμενε την περίοδο εκείνη οικογενειακώς στην Κομοτηνή,
είχε το θλιβερό καθήκον να συνοδεύει στις κηδείες τις σορούς των στρατιωτών της
περιοχής που είχαν σκοτωθεί .Εκείνο δε που τον απασχολούσε ιδιαίτερα στις
περιπτώσεις αυτές ήταν το ότι δεν προβλεπόταν καμιά βοήθεια για τις οικογένειες
των θυμάτων. Έτσι και με αφορμή το θυμίαμα που είχαν βάλει και
έκαιγε στην κεντική πλατεία της Κομοτηνής επάνω σε τρίποδα εντός στρατιωτικού
κράνους που στηριζόταν σε τρία όπλα , έγραψε ένα άρθρο σε τοπική εφημερίδα με
τίτλο <<Προς τι ο λιβανωτός>> στο οποίο στιγμάτιζε
την έλλειψη πρόνοιας για τις οικογένειες των θυμάτων και ε πρότεινε μέτρα
τόσο προσωρινής όσο και οριστικής ενίσχυσής τους. Ο Σπύρος Σγουρόγλου,
συμμετέσχε στην ελληνική αντιπροσωπεία στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. που
συνήλθε το 1948 στο Παρίσι, όπου κι έκανε εγχείριση για την αποφυγή της
γάγγραινας στο πόδι του, Εκ πεποιθήσεως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αιτήματα
ψηφοφόρων που δεν ήταν νόμιμα ή δεν τα έκρινε δίκαια και δεν έκανε διορισμούς,
αυτά δε του στοίχισαν στις επόμενες εκλογές του 1950 που δεν εκλέχθηκε. Όσα
αιτήματα τα έκρινε δίκαι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ικανοποιηθούν άσχετα από
την κομματική θέση του πολίτη.Έτσι απέρριψε αίτημα κομματικού του φίλου και
γείτονά του αυτοκινητιστή να προμηθευτεί άδειες κυκλοφορίας φορτηγών
αυτοκινήτων Δ.Χ. με την ψευδή πρόφαση ότι στον πόλεμο είχε διαθέσει στο κράτος
άλογα και μουλάρια, ενώ από την άλλη μεριά φρόντισε να πάρει σύνταξης ένας
εργαζόμενος σε συνεργείο επισκευής των σιδηροδρομικών γραμμών του οποίου
από έκρηξη νάρκης είχαν κοπεί και τα δύο πόδια πάνω από το γόνατο, παρά το ότι
ήταν γνωστό ότι ήταν κομμουνιστής. Όμως, παρά το ότι δεν πίστεψε ότι ο άνθρωπος
αυτός που μόνος του του είχε πει ότι θα τον ψήφιζε στις επόμενες εκλογές, δεν
έκρυψε την απογοήτευσή του και ένοιωσε πολύ άσχημα που δεν τήρησε στις
εκλογές του 1950 την υπόσχεση που μόνος του του είχε δώσει. Τον μόνο
διορισμό που είχε κάνει ήταν στην ΑΤΕ Σαππών μιας συμμαθήτριας και γειτόνισσας
της γυναίκας του, από φτωχή αριστερή οικογένεια, η οποία επί μία ολόκληρη
15ετία και πλέον μετά του έστελνε ανθοδέσμη στις 12 Δεκεμβρίου ημέρα της
ονομαστικής του εορτής. Αυτά εν ολίγοις για τον ως άνω βουλευτή, τον οποίο,
όμως η δημοτική αρχή μέχρι σήμερα έχει αγνοήσει, ενώ έχει ονοματοδοτήσει οδό με
τα ονόματα αποβιωσάντων νεωτέρων βουλευτών, ακόμη και ενός που επί κατοχής
διετέλεσε , διορισμένος από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, έπαρχος στην
Χαλκιδική.
Mάρων Ίσμαρος
β) Η ζωή στον εμφύλιο
Όπως είναι γνωστό, την
Κυριακή των πρώτων μετά την Κατοχή εκλογών της 31 Μαρτίου 1946 έγινε η
πρώτη πράξη του εμφυλίου με την επίθεση ενόπλων κομμουνιστών, των οποίων
το κόμμα είχε -ανοήτως,κατά τη γνώμη μου- δηλώσει αποχή στο Σταθμό Χωροφυλακής
του Λιτόχωρου της Πιερίας. Ο εμφύλιος έληξε με την νίκη των εθνικών
στρατιωτικών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1949 αλλά με μεγάλο ανθρώπινο κόστος και
από τις δύο πλευρές, πέραν των τεράστιων υλικών ζημιών και την ερήμωση των
χωριών. Η πατρίδα μας αντί να επιδιώξει την ανόρθωση και ανασυγκρότησή της μετά
τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, από την αφροσύνη αλλά και εσφαλμένη πολιτική
εκτίμηση του Κ.Κ.Ε. ενεπλάκη σε αδελφοκτόνο πραγματικό πόλεμο.
Πως, όμως ήταν η ζωή στην Κομοτηνή
την περίοδο του εμφυλίου; Κυλούσε κανονικά και ομαλά; Οι προσωπικές μου
αναμνήσεις κι εμπειρίες λένε ότι τα πρωινά και τα απογεύματα μέχρι τη δύση του
ήλιου η ζωή ήταν κανονική όπως και προπολεμικά. Οι άνθρωποι πήγαιναν στις
δουλειές τους κι εμείς τα παιδιά στο σχολείο. Τα οικονομικά του κόσμου ήταν
πολύ περιορισμένα , τα αγαθά σπάνιζαν κι η προμήθεια ενός μεγάλου μέρους
των βιοτικών αγαθών (ψωμί,ζάχαρη, καφέ κλπ) γινόταν με δελτίο. Ειδικότερα
η κυβέρνηση είχε καθορίσει την ποσότητα από κάθε είδος που αναλογούσε σε
κάθε μέλος μιας οικογένειας και δινόταν στον αρχηγό της οικογένειας ένα μπλοκ
στο οποίο αναγράφονταν τα ονόματα των μελών κάθε οικογένειας με τις φωτογραφίες
τους και υπήρχαν για την προμήθεια κάθε είδους χρωματιστά κουπόνια σαν
μεγάλα γραμματόσημα. Κάθε χρώμα κουπονιού αντιστοιχούσε σε διαφορετικό αριθμό
μερίδων για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Για το ψωμί π.χ. τα κουπόνια ήταν
τριάντα ή τριανταένα ανάλογα με τον μήνα, για τη ζάχαρη κλπ μηνιαία. Με αυτά
έπρεπε να πορευτεί κάθε οικογένεια. Δεν μπορούσε να γίνει καμιά λαθροχειρία
γιατί ήταν αφενός μεν συγκεκριμένος ο φούρναρης και ο μπακάλης από τους
οποίους θα έπαιρνες τα τρόφιμα αφετέρου έπρεπε πάντα να έχεις μαζί σου το
βιβλιάριο με τα κουπόνια. Ούτε ήταν δυνατόν να πάρεις περισσότερα τρόφιμα από
όσα εδικαιούτο ο καθένας δίνοντας κουπόνια και του επόμενου μήνα, διότι και οι
ποσότητες τροφίμων που δίνονταν σε κάθε μπακάλη ήταν ίσες μερίδες των ατόμων
που εξυπηρετούσε. Για το κρέας και τα ψάρια δεν θυμάμαι να υπήρχαν κουπόνια κι
ούτε είχα πάει , μικρό παιδί, σε κρεοπώλη ή ψαρά, ενώ ήμουν ο μόνιμος
επισκέπτης του μπακάλη και του φούρναρη. Το κακό δε με μένα ήταν ότι ενώ μέναμε
στην περιοχή των δικηγορικών και του Δικαστηρίου, δοθέντος ότι ο
πατέρας μου ήταν δικηγόρος -τότε ο Δικηγορικός Σύλλογος Ροδόπης είχε 28 μέλη,
όπως και προπολεμικά και ποτέ, μέχρι το 1975 δεν είχαν υπερβεί τα 32-35, πάντα
, όμως, με περίπου 30 ενεργούς δικηγόρους που σήμερα εγγίζουν τους 250- ο
φούρναρης που μας είχαν ορίσει για την προμήθεια του καθημερινού ψωμιού ήταν ο
Χατζής που είχε φούρνο δίπλα στη Λέσχη Κομοτηναίων,πολύ μακριά από το σπίτι που
μέναμε σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρων, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν μέχρι
το φούρνο του Χατζή τρεις πλησιέστεροι προς το σπίτι μας φούρνοι. Για το εκ
πρώτης όψεως παράξενο αυτό γεγονός μα υπάρχουν τρεις φούρνοι κοντά στο σπίτι
σου και να σε ορίσουν ότι θα παίρνεις ψωμί από ένα μακρινό φούρνο, υπάρχει
μια εκ των υστέρων εξήγηση. Την περίοδο εκείνη αφενός μεν δεν μπορούσε ο
καθένας έστω και παντελώς άσχετος κεφαλαιούχος να ιδρύσει ένα φούρνο, διότι ο
αριθμός τους ήταν περιορισμένος ανάλογα του πληθυσμού, αφετέρου η ποσότητα του
ψωμιού που θα έβγαζε κάθε φούρνος ήταν ανάλογη με τον αριθμό των αρτεργατών που
απασχολούσε. Έτσι, ένας φούρναρης με τον ίδιο ως αρτεργάτη εδικαιούτο να
παράξει, αν θυμάμαι καλά, 70 μόνο οκάδες ψωμιού, από την πώληση του οποίου, με
βάση τα κουπόνια του δελτίου και την τιμή του ψωμιού, είχε υπολογισθεί από τους
αρμόδιους ότι θα μπορούσε να ζήσει με το κέρδος που είχε. Με έναν επιπλέον
αρτεργάτη η ποσότητα ανερχόταν σε 140 οκάδες , με τρεις σε 210 κ.ο.ε.Προφανώς,
λοιπόν, οι τρεις πλησιέστεροι προς το σπίτι μας φούρνοι με τις ποσότητες ψωμιού
που δικαιούνταν, με βάση τον αριθμό των αρτεργατών τους, κάλυπταν τις ανάγκες
πλησιέστερων προς αυτούς οικογενειών κι έτσι ορίσθηκε για μας ο μακρινός
φούρνος του Χατζή. Το ψωμί που παίρναμε ήταν το μαύρο, σήμερα είναι γνωστό ως
ολικής αλέσεως. Μερικές φορές, όμως, δεν ξέρω πως, οι φούρνοι βγάζανε κι ένα
πολύ άσπρο κι αφράτο ψωμί, σαν το σημερινό χωριάτικο με προζύμι, αρκετά ακριβό
στην τιμή, το ωραίο δε ευτράπελο, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι είχαμε αυτό το
άσπρο ψωμί, που το λέγαμε χάσ(ι)κο , το τρώγαμε ως τυρί !!! με το μαύρο ψωμί
του δελτίου. Ευτυχώς ο μπακάλης που μας είχαν ορίσει ήταν ο Χρυσάφης Μαραγκός,
πάρα πολύ κοντά μας κι έτσι δεν κουραζόμουν με τα ψώνια του δελτίου. Ο μπακάλης
μας αυτός είχε πολύ γούστο γιατί ήταν βραδύγλωσσος. Ιδίως τις περιόδους της
πανσελήνου δενόταν σχεδόν ολοκληρωτικά η γλώσσα του. Ήταν , όμως, και
καλαμπουρτζής, όπως αυτό φάνηκε την περίοδο της γκαζιέρας μετά το 1950- γιατί,
την περίοδο στην οποία αναφέρομαι, ήταν η περίοδος της φουφούς, όπου το
μαγείρεμα γινόταν στη φουφού με κάρβουνα- που με έστελναν να
αγοράσω από τον Χρυσάφι πετρέλαιο για την γκαζιέρα κι εκείνος μου έλεγε
πεπεπετρέλαιο δεν έχω, έεεχω γκαααάζ, θέεελεις; κι εγώ μη γνωρίζοντας ότι είναι
πετρέλαιο και γκάζι είναι το ίδιο πράγμα, γυρνούσα σπίτι και της το έλεγα
κι εκείνη λυνόταν στα γέλια λέγοντάς μου, πάλι σε κορόιδεψε ο μπακάλης.
Την πρώτη περίοδο του εμφυλίου που
το επίσημο Κράτος ονόμαζε συμμοριτοπόλεμο;, ο δε λαός ανταρτοπόλεμο
και τους ένοπλους μαχητές του ΚΚΕ αντίστοιχα συμμορίτες και αντάρτες , η
πόλη της Κομοτηνής και οι κάτοικοί της δεν υπέφεραν πολύ από τις
πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες διεξάγονταν κυρίως στα χωριά της
υπαίθρου τα οποία και υπέφεραν ιδιαίτερα. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, κι έχει
ιδιαίτερη σημασία, ότι οι επιθέσεις και επιδρομές των ανταρτών γίνονταν
αποκλειστικώς στα χριστιανικά χωριά, ενώ στα μουσουλμανικά χωριά δεν επιτέθηκαν
ποτέ, τα οποία έτσι απολάμβαναν κάποιας μορφή ασυλίας Αυτό είναι από τα τοπικά
παράξενα. Άλλωστε μεταξύ των ανταρτών της περιοχής δεν περιλαμβάνονταν
μουσουλμάνοι. Για την προστασία της πόλης αλλά και των χωριών είχαν κτισθεί
περιμετρικά της πόλης πέτρινα πολυβολεία στα οποία είχαν εγκατασταθεί
στρατιωτικά αποσπάσματα που έλεγχαν την κίνηση. Οι αντάρτες αρκετές φορές
είχαν επιχειρήσει να εισέλθουν στην Κομοτηνή και είχαν αποκρουσθεί από τον
εθνικό στρατό, αλλά δεν ήταν και λιγότερες οι φορές που είχαν καταφέρει
να μπουν στην πόλη και να επιτεθούν σε στρατιωτικούς ,κυρίως, στόχους, μάλιστα
δε μία φορά είχαν καταφέρει να φθάσουν μέχρι το κτίριο της Μεραρχίας και
να πυροβολήσουν ακόμη και το γραφείο του ταξίαρχου Αγραφιώτη, ενώ πολλές φορές
αργά τα βράδια ακούγαμε από το ξύλινο μικρό παράθυρο του υπογείου στο
οποίο κρυβόμασταν ακούγαμε τους βηματισμούς και τις συζητήσεις τους.
Όταν από το 1947 και μετά,
χόνδρινε το πολεμικό παιχνίδι κι αυξήθηκαν οι επιθέσεις των ανταρτών στα
φυλάκια που ήταν στις παρυφές της πόλης και στα κοντινά χωριά ηχούσαν οι
σειρήνες με τις οποίες ειδοποιείτο ο πληθυσμός να καταφύγει για προστασία σε υπόγεια
κι όπου αλλού μπορούσε, γιατί δεν υπήρχαν στην Κομοτηνή επίσημα καταφύγια κι
έτσι ο καθένας κατέφευγε όπου νόμιζε ότι θα ήταν ασφαλής, γιατί δεν ακούγονταν
μόνο πυροβολισμοί τυφεκίων αλλά και όλμων κι άλλων βαριών όπλων. Πάρα πολύ
συχνή ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας των κατοίκων το βράδυ μετά από κάποια
ώρα, που διέφερε ανάλογα με την εποχή του έτους και των πιθανοτήτων επιθέσεως
των ανταρτών. Όποιος κυκλοφορούσε μετά την ώρα της απαγόρευσης εθεωρείτο
ύποπτος και υπήρχε εντολή στις δυνάμεις τόσο του στρατού όσο και της
Χωροφυλακής οι άνδρες της οποίας έφεραν όπλα , να πυροβολείται όποιος δεν
σταματούσε για έλεγχο μετά από σχετική πρόσκληση. Ευτυχώς, ο πληθυσμός ήταν
νομοταγής και υπάκουος στις εντολές των Αρχών του επίσημου κράτους και δεν
υπήρξε ούτε ένας πυροβολισμός παραβάτη πολίτη. Εκείνους που δεν έθιγε η
απαγόρευση της κυκλοφορίας ήταν οι μουσουλμάνοι την περίοδο του ραμαζανίου.
Επειδή μέναμε σε συνοικία της οποίας οι κάτοικοι ήταν σχεδόν στη πλειονότητά
τους μουσουλμάνοι, στην οδό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αριθ.3, κοντά στο επί
της ιδίας οδού μουσουλμανικό δημοτικό σχολείο με την ονομασία Ιδαδιέ, που
εθεωρείτο πρώτο και κορυφαίο, και πράγματι έτσι ήταν, θυμάμαι ότι αργά τα
βράδια , μετά τις 11 , περνούσαν από το δρόμο μας δυο τρεις μουσουλμάνοι παίζοντας
νταούλια για να ειδοποιήσουν τους μουσουλμάνους για την προσευχή τους τα
μεσάνυχτα και κανείς, ούτε στρατιώτης ούτε αντάρτης, όταν οι τελευταίοι
κατάφερναν να μπουν στην πόλη, δεν τους ενοχλούσε. Κι εδώ, λοιπόν, πολεμική
ασυλία των μουσουλμάνων, διότι, προφανώς, εθεωρείτο ότι ο εμφύλιος δεν
τους αφορούσε. Παρά ταύτα, όμως, μουσουλμάνοι κληρωτοί στρατεύονταν στον εθνικό
στρατό, όπως είχε γίνει και στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, και μάλιστα υπήρξαν και
θύματα για τα οποία χορηγήθηκαν στους συγγενείς τους κανονικά, όπως,
δικαιούνταν, άδειες περιπτέρων.
Τα βράδια που ηχούσαν οι σειρήνες
συναγερμό, καταφεύγαμε στην αρχή, από το <<κομσού καπί>> δηλ. την
μικρή πορτούλα που υπήρχε στους αυλόγυρους των σπιτιών κι επέτρεπε την , μέσω
αυτών, μετακίνηση, στα άλλα σπίτια του οικοδομικού τετραγώνου, ονομαζόταν
δε έτσι που σημαίνει στην τουρκική γλώσσα <<γειτονική πόρτα>> δηλ
πόρτα των γειτόνων, διότι μέσω αυτών οι χανούμισσες έκαναν τις επισκέψεις τους
στις γειτόνισσες, για να μη κυκλοφορούν στο δρόμο, στο υπόγειο της διπλανής
μονοκατοικίας του Χρήστου Οικονομίδη, που προς την πλευρά της οδού Π.Μαυρμιχάλη
ήταν όλο κτισμένο κι είχε ένα άνοιγμα σαν παράθυρο που έκλεινε με ένα σανίδι
50Χ30 περίπου εκατοστών. Σε μια άκρη, λοιπόν ατού του υπογείου, οι μεγάλοι
τοποθέτησαν επάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο ψάθες και επάνω σ' αυτές χοντρά
κιλίμια κι επίσης κάθε οικογένεια είχε μονίμως τοποθετημένες κουβέρτες για να
σκεπάζονται τα μέλη της.Επειδή διαπιστώθηκε ότι το φως από τι λάμπες πετρελαίου
που χρησιμοποιούσαμε στη γωνία αυτή του υπογείου περνούσε από τις χαραμάδες του
ξύλινου παράθυρου και φαινόταν απ' έξω, χτίστηκε με τούβλα ένα τοιχίο από το
πάτωμα μέχρι το ταβάνι του υπογείου κι έτσι απομονώθηκε χώρος διαμονής
μας. Στο υπόγειο, λοιπόν, αυτό ξενυχτούσαμε τα βράδια που είχαμε
επιθέσεις. Βέβαια οι τρεις άνδρες των οικογενειών μας, οπλισμένοι έκαναν στις
αυλές τις περιπολίες τους. Μετά, όμως, από το πέταγμα της χειροβομβίδας με ον
<<Ριζοσπάστη>> στην αυλή του σπιτιού του βουλευτή Σπύρου Σγουρόγλου
που εξελείφθη οι αντάρτες γνώριζαν που μένει κι ενδεχομένως σε άλλη
είσοδό τους στην πόλη να έψαχναν στα υπόγεια των γύρω σπιτιών να το βρουν
και να τον συλλάβουν, κρυβόμασταν στο σπίτι του παλιού μουσουλμάνου βουλευτή
Χατίπ εφέντη, του οποίου ο γιος Χασάν Χατίπογλου, τότε, έχοντας αποφοιτήσει από
ελληνικό εξατάξιο γυμνάσιο, υπηρετούσε τη θητεία του ως αξιωματικός του
ελληνικού στρατού -αργότερα δε ο ίδιος εκλέχτηκε βουλευτής του Ελληνικού
Συναγερμού του Παπάγου στις εκλογές του 1952 και τη συνέχεια άλλες δύο φορές με
το κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη- Το οποίο σπίτι ήταν στη οδό
Όθωνος αριθ.1, σε απόσταση 30-40 μέτρων από το δικό μας. Εκεί δεν
επρόκειτο κανείς να αναζητήσει τον βουλευτή και την οικογένειά του. Μουσουλμανικά
ασυλία γαρ!!! Το σπίτι ήταν δίπατο με χαγιάτι στον επάνω όροφο όπου ήταν τα
υπνοδωμάτια καθώς και το δωμάτιο υποδοχής των ξένων, η υποδοχή όπως λέγαμε, το
καθένα με το τζάκι του, στρωμένα όλα με κιλίμια και χαλιά. Στο ισόγειο ήταν
πάλι το καθημερινό καθιστικό με τζάκι, η κουζίνα κι ένα άλλο δωμάτιο. Εμάς, που
δεν μας θεωρούσαν πολύ ξένους, όχι μόνο γιατί είμασταν γείτονες αλλά γιατί
ο Χατίπ εφέντης και ο πατέρας μου είχαν εκλεγεί βουλευτές του Λαϊκού
κόμματος στις εκλογές της εθνοσυνέλευσης του 1935, μας υποδέχονταν το καθιστικό του
ισογείου, στρωμένο όλο με κιλίμια και με αναμμένο το τζάκι το χειμώνα και
καθόμασταν και τρώγαμε του καλού καιρού, λες και έξω δεν συνέβαινε τίποτε. Ο
Χατίπ εφέντης ήταν ένας μεσαίου ύψους ξερακιανός και πολύ φιλοσοφημένος
άνθρωπος. Ανοιχτόκαρδη κι εξόχως περιποιητική ήταν κι η Ζεχρά xανούμ, η γυναίκα του, η οποία περιποιόταν
ιδιαίτερα εμένα, τόσο που ζήλευε συνομήλική μου μικρή τους κόρη Γκιουλτέν. Οι
συζητήσεις των μεγάλων που γίνονταν στην τουρκική γλώσσα περιεστρέφοντο γύρω
από τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Ο πατέρας μου που πηγαινοερχόταν στη Βουλή
στην Αθήνα, ενημέρωνε τον Χατίπ εφέντη σχετικά με τις προθέσεις και κινήσεις
της Κυβέρνησης, παράλληλα δε ζητούσε να μάθει από αυτόν, που ήταν ένας από τους
προύχοντες της μειονότητας, τυχόν προβλήματα που ανέκυπταν μεταξύ των
μουσουλμάνων και των Αρχών αλλά και των χριστιανών, ώστε να μεσολαβήσει για την
επίλυσή τους. Ο μεγάλος
γιός του Χατίπ εφέντη ο Χασάν που είχε τελειώσει το ελληνικό εξατάξιο γυμνάσιο
της Κομοτηνής, την περίοδο εκείνη υπηρετούσε την θητεία του ως αξιωματικός του
ελληνικού στρατού. Απόδειξη της ισονομίας που επικρατούσε ως προς την
μεταχείριση της μειονότητας. Στην
αυλή κι απέναντι από το σπίτι ήταν το αποχωρητήριο, που ήταν σαν ένα αρκετά
μεγάλο δωμάτιο , το σανιδένιο πάτωμα του οποίου ήταν περίπου μισό μέτρο επάνω
από το έδαφος κι έτσι η άνοδος στο κυρίως καμπινέ γινόταν με δυο τρία σκαλιά.
Όντως το αποχωρητήριο αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από το δικό μας αλλά και των
άλλων γειτονικών μας σπιτιών, που τα αποχωρητήριά τους ήταν πολύ μικρών διαστάσεων
και με εξωτερική πόρτα, ενώ του Χατίπ εφέντη δεν είχε πόρτα, ίσως λόγω των
σκαλοπατιών που έπρεπε να ανέβη όποιος το χρειαζόταν. Άνοιγαν, λοιπόν, ένα
άνοιγμα σε κάθε σανίδι κι από αυτό αφόδευαν. Όταν δε το σημείο αυτό κόντευε να
γεμίσει το σανίδωναν και το έκλειναν κι άνοιγαν τρύπα στο αμέσως προηγούμενο
σανίδι!!! .Από την πολύκαιρη χρήση του, όμως, κι από το νερό
που έριχναν, κάποιο σανίδι είχε επηρεσθεί από την υγρασία κι έτσι ένα
βράδυ αργά που είχε πάει η μητέρα του πατέρα μου η γιαγιά Ευλαβώ να κάνει την
ανάγκη της έσπασε ένα σανίδι και έπεσε με τα πόδια μέσα στα περιττώματα. Το τι
έγινε εκείνο το βράδυ δεν περιγράφεται. Η Ζεχρά χανούμ ζέστανε νερό και στη
σκάφη έκανε αμέσως μπάνιο η γιαγιά κι η Ζεχρά χανούμ της έδωσε δικά της ρούχα
για να ντυθεί, εν΄τα ρούχα της γιαγιάς τα έρριξε σε μια σκάφη με νερό για να
ξεβρωμίσουν. Από την επομένη δε έλεγαν, περιπαικτικώς βέβαια, ότι η γιαγιά
έγινε χατζέσα. Όπως δηλ. όποις χριστιανός πήγαινε στους Αγίους Τόπους και
βαφτιζόταν κι όπως όποιος μουσουλμάνος πήγαινε και προσκυνούσε την καάμπα στην Αραβία, όταν επέστρεφαν τους έλεγαν χατζήδες, έτσι και της γιαγιάς μου
της κόλλησαν το χατζέσσα γιατί βαφτίστηκε στα περιττώματα
Μάρων Ίσμαρος
γ)Συγκοινωνίες
Τα μόνα μέσα συγκοινωνίας της περιόδου αυτής
ήταν το τραίνο, τα ελάχιστα λεωφορεία, τα 3-4 ταξί που υπήρχαν, τα 10-12
παϊτόνια που εσύροντο με άλογα, τα ονομαζόμενα σε άλλα μέρη
<<λαντώ>>, οι αραμπάδες με τα βόδια <<βοδάμαξες>>
τις λέγαμε καθώς και οι μικροί αραμπάδες με γαϊδουράκι. Τα δρομολόγια των
τραίνων που εκινούντο μ ατμομηχανές ήταν ελάχιστα. Ένα πρωινό για την
Αθήνα κι ένα δεύτερο για τη Θεσσαλονίκη. Το ταξείδι με το τραίνο ήταν
πολύ επικίνδυνο, γιατί οι αντάρτες υπονόμευαν με νάρκες και άλλα
εκρηκτικά τις σιδηροδρομικές γραμμές. Για σχετική προφύλαξη και προστασία των
επιβατών, πριν από την ατμομηχανή υπήρχε ένα βαγόνι ανοιχτό γεμάτο με άμμο.
Ακολουθούσε ένα άλλο επίσης ανοιχτό στο οποίο ήταν στρατιώτες μ ένα ή δύο
πολυβόλα και μετά ήταν η ατμομηχανή, το ανοιχτό βαγόνι με το κάρβουνο, στη
συνέχεια τα βαγόνια των επιβατών και στο τέλος του συρμού υπήρχε ένα άλλο
ανοιχτό βαγόνι με στρατιώτες και πολυβόλα. Με τα μέτρα αυτά προστατεύονταν οι
ταξειδιώτες.
Η συγκοινωνία με τα χωριά της Ροδόπης ,
συνήθως , γινόταν μία ημέρα την εβδομάδα και μόνο στα μεγάλα κι όσα ήταν στους
οδικούς άξονες προς Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια,
ενώ δεν υπήρχε λεωφορειακή σύνδεση με την Θεσσαλονίκη. Τα ταξείδια προς την
Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη ήταν κι αυτά επικίνδυνα γιατί οι αντάρτες
ναρκοθετούσαν τους δρόμους. Έτσι για ασφάλεια των επιβατών πριν από το
λεωφορείο προπορευόταν με μικρή ταχύτητα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο
<<ντόϊτς των 3/4>>, όπως ήταν γνωστά, στο οποίο επέβαιναν
στρατιώτες ναρκαλιευτές. Με τα έμπειρα μάτια τους ερευνούσαν το δρόμο και σε
κάθε σημείο που ήταν χαλασμένη η άσφαλτος καθώς και στις στροφές του δρόμου,
κατέβαιναν από το αυτοκίνητο και κουνούσαν το μηχάνημα του ναρκαλιευτή πάνω από
το ύποπτο σημείο. Έτσι το ταξείδι προς τις γειτονικές αυτές πόλεις διαρκούσε αρκετές
ώρες, αλλά με τον τρόπο αυτό γινόταν με ασφάλεια
Η συγκοινωνία με τα χωριά της Ροδόπης ,
συνήθως , γινόταν μία ημέρα την εβδομάδα και μόνο στα μεγάλα κι όσα ήταν στους
οδικούς άξονες προς Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη υπήρχαν περισσότερα δρομολόγια,
ενώ δεν υπήρχε λεωφορειακή σύνδεση με την Θεσσαλονίκη. Τα ταξείδια προς την
Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη ήταν κι αυτά επικίνδυνα γιατί οι αντάρτες
ναρκοθετούσαν τους δρόμους. Έτσι για ασφάλεια των επιβατών πριν από το
λεωφορείο προπορευόταν με μικρή ταχύτητα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο
<<ντόϊτς των 3/4>>, όπως ήταν γνωστά, στο οποίο επέβαιναν
στρατιώτες ναρκαλιευτές. Με τα έμπειρα μάτια τους ερευνούσαν το δρόμο και σε
κάθε σημείο που ήταν χαλασμένη η άσφαλτος καθώς και στις στροφές του δρόμου,
κατέβαιναν από το αυτοκίνητο και κουνούσαν το μηχάνημα του ναρκαλιευτή πάνω από
το ύποπτο σημείο. Έτσι το ταξείδι προς τις γειτονικές αυτές πόλεις διαρκούσε
αρκετές ώρες, αλλά με τον τρόπο αυτό γινόταν με ασφάλεια και δεν υπήρξε σε όλη
τη διάρκεια του εμφυλίου ανατίναξη λεωφορείου. Έτσι,
συνήθως ,οι χωρικοί έρχονταν στην Κομοτηνή με τις βοδάμαξες, οι οποίες στο
κέντρο είχαν ένα ξύλινο άξονα που προεξείχε στο πίσω μέρος, έτσι τα παιδιά
ανεβαίναμε στην προεξοχή του άξονα και κάναμε ταξείδι καβαλίκα το λέγαμε μέχρι την έξοδο της Κομοτηνής και βέβαια ύστερ γυρνούσαμε με τα πόδια
στα σπίτια μας !!!,αλλά είμασταν ικανοποιημένοι γιατί είχαμε κάνει
καβαλίκα!!!
Με τα παϊτόνια γινόταν η μετακίνηση εντός
της πόλης, ενώ τα ταξί χρησιμοποιούνταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις.Η χρυσή
περίοδος, όμως, για τα ταξί ήταν η προεκλογική, γιατί ήταν πολλά τα κόμματα και
οι υποψήφιοι, που προσπαθούσαν να τα κλείσουν από νωρίς
Μάρων Ίσμαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου